Ο «καλλιτέχνης της πείνας» δε ζει πια εδώ

Η Μαίρη Σιδηρά είναι φιλόλογος.

καλλιτέχνης

Ο «καλλιτέχνης της πείνας» δε ζει πια εδώ. Τον πήραν οι καιροί σε μια απογευματινή τους βόλτα, αδιάφοροι για την ευγένεια της επιμονής του, για τη λύπη που εγκαταλείφθηκε στα πτώματα των προσπαθειών του, για την ατίμητη αξία της αποστολής του. Κακοί καιροί, δυσοίωνοι για το μέλλον του πνεύματος, εκτυφλωτικοί έως σκότους στις πειραματικές τους αναζητήσεις και εκκωφαντικοί έως χαλασμού στις ηχηρές τους χειρονομίες. Δριμείς καιροί, ανελέητοι με τον ταγμένο, τον ευαίσθητο, τον αιτούντα την κοινωνία της τέχνης, της επιστήμης, της σκέψης του, με τρόπο «κυνικά διογενικό», με το ανεπαισθήτως υπάρχειν δηλαδή ή με το «υπάρχειν» και μόνον αυτό.

Ο «καλλιτέχνης της πείνας» δε ζει πια εδώ. Πού και πού, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ορισμένοι ομογενείς του τον αναγνώριζαν και τον επένδυαν με τη μυθοπλασία που αξίζει στο «τεράστιο μεγαλείο του ελαχίστου» -του οποίου τυγχάνει σημαιοφόρος, καθώς ακαταπόνητα εξακόντιζε στο διαπασών «τού σιγανά» ή και «του άηχα» την αδάμαστη αφοσίωσή του προς την καλλιτεχνική του εργασία. Ο Μπέκετ, ο Κάφκα, ο Ταρκόφσκι –για να αρκεστούμε στην τριάδα των μεγάλων ανιχνευτών της υπέρβασης- έδωσαν πρώιμα και με την ιδιοσυστασία του ο καθένας την αλλοίωση του όντος (Κάφκα), το υπαρξιακό σχίσμα (Μπέκετ) ή και την επιτακτική αναγκαιότητα του νοήματος (Ταρκόφσκι), του «γιατί» της υπάρξεώς μας, της ομφάλιας σχέσης μας, ειδάλλως, με την περιπέτεια του βίου. Παρά τα σπάργανα του βίου του στη νουβέλα του Κάφκα, είναι η ενορατική διαφάνεια ενός Ταρκόσφκι που δημιουργεί αίσθηση πνευματικής και ψευδαίσθηση πραγματικής αιώρησης για τον καλλιτέχνη μας, συνθέτοντας ένα «Άξιον Εστί» για τον βίο του.

Ο «καλλιτέχνης της πείνας» δε ζει πια… Τον σάρωσε η αγνωσία ενός κοινού που δεν αναγνωρίζει τα όρια μεταξύ δοσίματος και ιδιοτροπίας και που εύκολα υποστέλλει την ηθική με κάθε τροπολογία της μόδας, με κάθε ανανέωση των συνταγμάτων της ευπρέπειας, του γούστου – συρμού ή της ανάγκης. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις δραματοποίησε ελεύθερα τη νουβέλα του Φραντς Κάφκα Ein HungerKünstler (την οποία και εξέδωσε από τον εκδοτικό οίκο της πόλης μας «Το δόντι»), παραδίδοντάς μας ένα νέο ειδολογικά και όχι μόνον κείμενο, ένα θεατρικό έργο εύρυθμο, ποιητικό και φιλοσοφικό, όπου η ποίηση δεν υποσκελίζει τη δράση και η φιλοσοφία δεν στεγνώνει την αγωνία. Το έργο αυτό έχουμε τη χαρά να το βλέπουμε παραστημένο στο θέατρο Λιθογραφείον και σκηνοθετημένο από τον συγγραφέα του Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο οποίος με σοφή αντιμετώπιση της διαλεκτικής αντίθεσης, δημιούργησε ένα διαρκές στις φανερώσεις του σκηνικό δίπολο, αφενός του αφιερωμένου στην τέχνη του καλλιτέχνη και αφετέρου αντιπροσώπων των κοινωνικών θεσπισμάτων που, αναλόγως, αποθεώνουν, ανέχονται, αγνοούν, πετούν τον «καλλιτέχνη της πείνας».

Η αντίθεση υποστηρίζεται κυρίως μέσα από τον ολιγαρκή, σπάνιο και διαπεραστικά ήσυχο λόγο του καλλιτέχνη –που υποδύεται ευφυώς ο ηθοποιός Φάνης Δίπλας, λόγος ο οποίος ηχεί αλλόκοτα και λοξά, διαπεραστικά, αν και χαμηλότονος, απέναντι στην ηχηρή παραφορά των τριών εναλλασσόμενων, εν είδει μιας ολάκερης κοινωνίας, αντιπροσώπων του κανιβαλικού, ανοήμονος, ανερμάτιστου μα… δομημένου βίου μας. Σαν να περνά η σιωπή και ο λεπταίσθητος ηχητικός στοχασμός του καλλιτέχνη – ηθοποιού της πείνας από μια τρύπα της βελόνας που η Τέχνη διογκώνει, γονιμοποιώντας μες το ελάχιστο το ουσιώδες και εκθέτοντας ως φρικτό τον χρηστικό, ρεαλιστικό και κουρδισμένο στο ρολόι της εποχής λόγο των άλλων (συναδέλφων ηθοποιών του «καλλιτέχνη της πείνας», φρουρών της αυτόβουλης αποχής του από την τροφή, μελών της κομπανίας του τσίρκου, κ.ά.).

Επίσης, η σιωπηλή επί σκηνής περιφορά του υποδυόμενου τον «καλλιτέχνη της πείνας» ηθοποιού, η έσω όραση του βλέμματός του σε συγχρονία με την ευγενική έως αδιαφορίας όρασή του προς τα επί σκηνής διαμειβόμενα ανανεώνει τα θεμελιώδη ερωτήματα για τα διαπιστευτήρια του είδους μας, συνθέτοντας και άλλη μία πτυχή του chiaroscuro, της αδρής αντίθεσης και των επιμέρους γλωσσών που εφαρμόζει ο Γκραουζίνις προκειμένου να την αισθητοποιήσει.

Η σκηνοθεσία αντιλαμβάνεται την τριάδα των ηθοποιών πέριξ του «καλλιτέχνη της πείνας» ως μια αενάως ανανεούμενη σχεσιακή και λεκτική συνθήκη στην υπηρεσία του «normal». Συνθηκολογήσεις, μικροπροσφορές, ανοχή, πονηριά, όσο το έργο κυλά τόσο ο «τριαδικός άλλος» – ένας, παρά την ποικιλία των εκδοχών του, καθίσταται αποτρόπαιος, φονικός στην αδιαφορία του. Αυτός ο «τριαδικός άλλος», με την «άχνα» της βίας υπομνηματισμένη στις κινήσεις, τα θέλω και τον λόγο του, αυτός είναι που θα εξισώσει -κυρίως μέσα από τη σημειολογία του τσίρκου- τη θηριώδη αδιαφορία των ανθρώπων προς τον συνάνθρωπο με τη σαρκοφαγία των κτηνών και τα πορίσματα του μοντερνισμού για τη διάσπαση της μορφής με τα νεότερα επιστημονικά διαγγέλματα περί μίξης των ειδών (ζώων, ανθρώπων, μηχανών), που ήδη επιφέρουν ποικίλους βιοηθικούς σεισμούς. Οι ηθοποιοί Νικόλαος Τσίχλας, Αλέξανδρος Κουκιάς και Θεοδώρα Κόρδα ενσάρκωσαν με δεινότητα και μέτρο τον άλλο πόλο της αντιθετικής ταλάντωσης του έργου, λειτουργώντας τόσο ως αδιάσπαστο σύνολο όσο και ως αυτόνομοι ρόλοι. Ο Νικόλαος Τσίχλας με μια υποδειγματικά ανεπαίσθητη και διαρκή ειρωνική στόφα, ο Αλέξανδρος Κουκιάς εύφορος, δεινός στην υπηρεσία της μεταμόρφωσης και η Θεοδώρα Κόρδα πιο νατουραλιστική και χειμαρρώδης.

Η επικουρία της μεσαιωνικής εικαστικής αντιμετώπισης, που βαθαίνει, με τη βραδύτητα ή το πάγωμα της σφοδρής χειρονομίας, το αίσθημα του αποτρόπαιου, ανήκει κι αυτή στον ενιαίο σκηνοθετικό κόσμο του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Η ίδια αντίληψη υπηρετείται σε βάθος από τα κοστούμια και τα σκηνικά αντικείμενα του Κέννυ ΜακΛέλλαν. Η μουσική, τέλος, του Χάρη Πεγιάζη συντείνει στην απορρόφηση της μεταφυσικής και διαχρονικής διάστασης μιας ιστορίας βαρβαρότητας αλλά και πίστης στο ακατάλυτο μεγαλείο της Τέχνης.