Πανδημία Covid-19 και Εκπαίδευση: Αλήθειες και Πραγματικότητα

Γράφει
ο
Γιώργος Πανίτσας*
Είναι γεγονός ότι η πανδημία Covid-19 αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση για τα εκπαιδευτικά συστήματα της χώρας μας αλλά και ολόκληρου του πλανήτη. Υπολογίζεται ότι τον Μάρτιο του 2020, περίπου 1,5 δις μαθητές σε όλο τον κόσμο σταμάτησαν να παρακολουθούν τα μαθήματά τους. Αυτό συνέβη διότι οι κυβερνήσεις (μεταξύ αυτών και της χώρας μας) υιοθέτησαν τις οδηγίες των επιστημόνων για αναστολή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Συνεπώς δεν υπήρξε διαθέσιμος χρόνος προετοιμασίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων αλλά και των εκπαιδευτικών στη νέα πραγματικότητα (ανάγκη για εξ αποστάσεως διδασκαλία – σύγχρονη ή/και ασύγχρονη. Έτσι και το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα βρέθηκε σε λίγες μέρες ανήμπορο να αντεπεξέλθει σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη έχει σημειωθεί σημαντική ανάπτυξη στην τηλεκπαίδευση, η οποία ωστόσο στη χώρα μας δεν αποτυπώθηκε στον ίδιο βαθμό. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει χώρα πολλά προγράμματα επιμόρφωσης εκπαιδευτικών (κυρίως του δημοσίου τομέα) στις νέες τεχνολογίες, τα οποία όμως δεν κατάφεραν να φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, για πολλούς λόγους (μη ικανοποιητικό περιεχόμενο προγραμμάτων, αδιαφορία εκπαιδευτικών, μη υποχρεωτικός χαρακτήρας κλπ). Το παραπάνω γεγονός είχε ως αποτέλεσμα ουσιαστικά τη διακοπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Δημοτικού – Γυμνασίου – Λυκείου). Η αδυναμία της δημόσιας εκπαίδευσης να αντεπεξέλθει άμεσα στις νέες δομές της τηλεκπαίδευσης οφειλόταν στην πολυετή καθυστέρηση να εκσυγχρονιστεί, στην περιστασιακή αξιοποίηση της τεχνολογίας αλλά και στην γραφειοκρατία αυτοματοποίησης διαδικασιών.
Αντιθέτως η ιδιωτική εκπαίδευση (σχολεία, φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, κέντρα ξένων γλωσσών, ιδιωτικά ΙΕΚ) επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά και προσαρμόστηκε στην σύγχρονη τηλεκπαίδευση από τις πρώτες εβδομάδες. Εξαίρεση για τη δημόσια εκπαίδευση αποτέλεσε η τριτοβάθμια εκπαίδευση όπου, έστω και με μικρά προβλήματα, συνεχίσθηκε η εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς σε αυτό βοήθησε η ηλικία και η εξοικείωση των εκπαιδευομένων με τις νέες τεχνολογίες.
Πρέπει να αναγνωρισθεί ωστόσο ότι κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, έγινε αξιοσημείωτη προσπάθεια από όλους και η εκπαιδευτική διαδικασία συνεχίσθηκε (με σημαντικά προβλήματα σε ορισμένες περιπτώσεις). Εδώ όμως τίθεται το ζήτημα των ίσων ευκαιριών στην εκπαίδευση. Δεν είχαν όλοι οι μαθητές εξοπλισμό – υποδομές, εξοικείωση με τους Η/Υ και υποστήριξη από το οικογενειακό περιβάλλον. Παρόλο όμως το ενδιαφέρον, το ζήλο των εκπαιδευτικών, των συλλόγων γονέων και λοιπών φορέων ήταν πολλές οι περιπτώσεις μαθητών που δεν κατάφεραν να συμμετάσχουν στη σύγχρονη τηλεκπαίδευση, ενώ δεν έλειψαν και τα συχνά τεχνικά προβλήματα (υπερφόρτωση, χαμηλές ταχύτητες κλπ).
Διαφορετικοί μαθητές, διαφορετικές ανάγκες: Βασική διαπίστωση είναι ότι οι μαθητές και ιδιαίτερα των μικρών ηλικιών είναι διαφορετικοί και έχουν διαφορετικές ανάγκες. Απαιτείται από τον εκπαιδευτικό διαφορετική προσέγγιση ιδιαίτερα στην τηλεκπαίδευση, όπου εκπαιδευτικός και μαθητής δεν βρίσκονται στον ίδιο φυσικό χώρο. Ο κοινός αυτός χώρος, κάνει την δια ζώσης εκπαίδευση σχεδόν αδύνατον να υποκατασταθεί. Ο εκπαιδευτής λαμβάνει το μήνυμα πολύ πιο εύκολα από τον μαθητή. Είναι η αύρα της αίθουσας, είναι τα ελάχιστα τεχνικά προβλήματα, είναι η διάδραση και η ενσυναίσθηση (υπό προϋποθέσεις) που έχουν αναγάγει την αίθουσα διδασκαλίας σε χώρο ιερό για την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η τηλεκπαίδευση δεν είναι πανάκεια, αναμφισβήτητα όμως είναι αναγκαία καθώς η τεχνολογία πρέπει να καταστεί αρωγός της εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή όμως είναι δεδομένη η ανάγκη σύγχρονων, δωρεάν υποδομών πρόσβασης όλων των μαθητών στην τηλεκπαίδευση. Η Πολιτεία πρέπει να μειώσει και να εξαλείψει, τόσο τις πρόσφατες ανισότητες που δημιουργήθηκαν με την πανδημία, όσο και αυτές που δημιουργούνται από τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες που υπάρχουν στην κοινωνία. Αν αυτό δεν συμβεί, θα είναι ζημιωμένη η χώρα μας, η ανάπτυξη, η οικονομία και η κοινωνία. Θα έχουμε μείωση του επιπέδου γνώσεων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων των νέων ανθρώπων, οι οποίοι αποτελούν το μέλλον μας. Η κατάκτηση υψηλού επιπέδου Παιδείας αποτελεί στοιχείο της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, της ισονομίας και της δικαιοσύνης.
*Ο Γιώργος Πανίτσας είναι οικονομολόγος, MSc, σύμβουλος Επιχειρήσεων, εκπαιδευτικός Ι.ΙΕΚ Βέργη.