Πόσο ακόμα θα ανεχτούμε τα φαινόμενα βίας και παραβατικότητας στα Πανεπιστήμια;

Του Ιάσονα Φωτήλα*
Οι καταλήψεις στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης έχουν περιενδυθεί ένα ρομαντικό περίβλημα, δίνοντας την εντύπωση ότι δε στεγάζουν παρά μόνο διανοητικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις ιδεαλιστών «αναρχικών» φοιτητών, οι οποίοι κατά τα άλλα δεν ενοχλούν κανέναν. Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι πολλοί από τους καταληψίες δεν είναι καν φοιτητές και ότι η εκεί παρουσία τους «δεν έχει να κάνει» με τέτοιες αναζητήσεις. Οι χώροι των καταλήψεων στεγάζουν συχνά ομάδες και ενέργειες στα όρια ή και πέραν της νομιμότητας και συχνά αποτελούν ορμητήρια ή καταφύγια για έκνομες δράσεις στην έξω πόλη.
Μπορούμε ως κοινωνία και πολιτεία να επιλέξουμε δύο στάσεις απέναντί του: Είτε να το εγγράψουμε στη σωρεία παρόμοιων περιστατικών ανομίας που ταλαιπωρούν επί δεκαετίες τώρα τα ελληνικά πανεπιστήμια, δηλαδή να το θεωρήσουμε μια θλιβερή κανονικότητα και απλώς να περιμένουμε στωικά την επόμενη επίθεση, την οποία επίσης θα καταδικάσουμε, ως συνήθως, με «αποτροπιασμό», ή θα πρέπει να αποφασίσουμε να αντιμετωπίσουμε με γενναιότητα αυτό που συμβαίνει.
Διότι αυτό που συμβαίνει στα πανεπιστήμιά μας είναι ένα καρκίνωμα με πολλαπλές επιπτώσεις, όχι μόνο στη δική του λειτουργία, αλλά τροφοδοτεί τη βία και έξω από το ίδιο το Πανεπιστήμιο.
Αν και η κοινωνική λογοδοσία γενικά των δημόσιων οργανισμών στην Ελλάδα είναι δυστυχώς περιορισμένη, καλό είναι να θυμόμαστε ότι έχει ανατεθεί στα πανεπιστήμια ένα από τα πλέον κρίσιμα καθήκοντα -εκείνο της εκπαίδευσης των νέων ανθρώπων- και σε αυτό οφείλουν την επαγγελματική τους υπόσταση.
Οταν αποτυγχάνουμε ως κράτος και ως κοινότητα να διασφαλίσουμε τους όρους επιτέλεσης αυτού του λειτουργήματος, είμαστε υπόλογοι στο κράτος αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, η οποία στο σύνολό της πλήττεται από τα φαινόμενα βίας.
Γι’ αυτό και ιδίως ΑΕΙ, όπως το ΟΠΑ στην Αθήνα ή το ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη, προσφέρουν στρατηγική θέση, καθώς βρίσκονται στο κέντρο του αστικού ιστού. Είναι αλήθεια ότι η διαχρονική αυτή βία, χαμηλότερης ή υψηλότερης έντασης, δεν αφορά σε όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας, αλλά τα μεγαλύτερα ιδρύματα και κυρίως εκείνα που το μέγεθος, η γεωγραφική τους θέση ίσως και η ιστορία τους κάνει το ειδικό τους βάρος μεγαλύτερο.
Αρα, εδώ δεν έχει σημασία μόνο ο αριθμός των περιστατικών αλλά και η πολιτικοποίηση της βίας αυτής, που της δίνει και ιδεολογικό περίβλημα -και κατά συνέπεια μεγαλύτερο επιχειρησιακό εύρος – την οποία εκμεταλλεύεται το παρακράτος του ιδιότυπου φασισμού, που αυτή τη φορά φοράει «αριστερό προσωπείο».
Επομένως, είναι σημαντικές οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται από το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, γιατί έτσι θωρακίζεται η πανεπιστημιακή κοινότητα στο σύνολό της, από τις επιθέσεις της βίας και του εγκλήματος, ενώ είναι μια σημαντική μεταρρύθμιση, η οποία θα πλαισιώσει την κατάργηση του αναχρονιστικού πλαισίου για το πανεπιστημιακό άσυλο, εμπεδώνοντας την ομαλή λειτουργία των πανεπιστημίων.
Στο πλαίσιο αυτό «ενισχύονται ποινικές και πειθαρχικές διατάξεις κατά της ανομίας στους χώρους των πανεπιστημίων, οι οποίοι πια θα προστατεύονται με σύγχρονα τεχνικά μέσα, καθώς ιδρύεται Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακού Ιδρύματος από εκπαιδευμένο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας». Το νομοσχέδιο καταγράφει και την πρόθεση της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη να εγκαταστήσει σύστημα ελεγχόμενης πρόσβασης στα πανεπιστήμια, όπως και κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης των κοινόχρηστων χώρων, ώστε να καταγράφονται τυχόν παραβατικές συμπεριφορές.
Με αυτόν τον τρόπο, τόνισε «θωρακίζεται το άσυλο των ιδεών και της γνώσης από τις επιθέσεις της βίας και του εγκλήματος» και όχι το άσυλο της αναρχίας συγκεκριμένων ομάδων, έχοντας τα πανεπιστήμια έκθετα σε κάθε μορφή βίας αλλά και καθιστώντας τους πανεπιστημιακούς χώρους ορμητήρια για έκνομες πράξεις και στον ευρύτερο αστικό ιστό.
*Ο Ιάσονας Φωτήλας είναι βουλευτής Αχαΐας της Νέας Δημοκρατίας.