Πόσο μακριά είμαστε από το 2003

Η ΧΘΕΣΙΝΗ έρευνα της εφημερίδας «Πελοπόννησος» μας θύμισε μια ιστορία κακώς ξεχασμένη: Τις καταστροφές που προκλήθηκαν από βανδαλιστική εκτροπή του άναρχου και ξεσαλωμένου πλήθους νεαρών επισκεπτών στο κέντρο της πόλης, τελευταία Κυριακή Καρναβαλιού, μέρες του 2003, πριν από 20 χρόνια.

ΕΙΧΑΜΕ τότε άλλες κοινωνικές συντεταγμένες. Μια νεολαιίστικη μάζα εθισμένη στην ιδέα ότι η απώλεια των ορίων στο πλαίσιο του πάθους, του αντικρατικού μηδενισμού ή του χαβαλέ, είναι άτυπα νομιμοποιημένη. Το πνεύμα αυτό έδενε με έναν άκρατο καταναλωτισμό: Το Καρναβάλι υποσχόταν πρόσβαση σε ηδονισμούς, εξαλλοσύνες, παραφορά. Τα οποία όφειλε η πόλη να προσφέρει στο πιάτο και δωρεάν. Ειδάλλως η μάζα θα εκδικείτο.

ΕΙΧΑΜΕ μια αστυνομία αφιλοσόφητη, ασυντόνιστη, ανυποψίαστη, η οποία ηττήθηκε στο παιχνίδι του ποντικού και της γάτας και προκάλεσε περισσότερο άφρισμα από εκείνο που κλήθηκε αιφνιδιασμένη να διαχειριστεί.

ΕΙΧΑΜΕ μια πόλη απούσα, που απλά επέχαιρε για τη διαρκή, εξωφρενική σχεδόν, διόγκωση του ρεύματος των αφίξεων στην πόλη για το καρναβαλικό τριήμερο, αφήνοντας τη μάζα να διαμορφώνει μόνη της τους όρους της διασκέδασής της.

ΚΑΙ ΟΤΑΝ επήλθε η διάλυση, ζήσαμε την ιλαροτραγωδία μιας έννομης τάξης που κατάφερε να μην τιμωρήσει κανέναν άνθρωπο για όσα συνέβησαν: Ακόμα και νεαροί συλληφθέντες με κλοπιμαία στην τσέπη ισχυρίστηκαν ότι τα βρήκαν στον δρόμο πεταμένα και απαλλάχθηκαν λόγω αμφιβολιών.

ΕΙΚΟΣΙ χρόνια μετά, τι έχουμε διδαχθεί από τα συμβάντα εκείνα; Ποια μέτρα θεσπίσαμε, στη βάση τίνος προβληματισμού; Η οικονομική κρίση, και μετέπειτα η πανδημία έριξαν τους δείκτες επισκεψιμότητας σε λελογισμένα επίπεδα και αποφόρτισαν την ετήσια συνθήκη. Και θα είναι το ίδιο το αστάθμητο ο παράγοντας που θα αποφασίζει πόσο κοντά και πόσο μακριά κάθε φορά θα βρισκόμαστε στη συμφορά του 2003.