Στέιτ Ντιπάρτμεντ για Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ελλάδα – Αποκαρδιωτικά στοιχεία στην έκθεση

Η έκθεση χωρίζεται σε ξεχωριστά κεφάλαια, όπως ο σεβασμός στην ακεραιότητα του ατόμου, ο σεβασμός των ελευθεριών, η διαφθορά και έλλειψη διαφάνειας, οι διακρίσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων

Στέιτ

Στην κατάσταση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Ελλάδα -μεταξύ άλλων 198 χωρών-, αναφέρεται η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, «Country Reports on Human Rights Practices». Στις 43 σελίδες που αφορούν στη χώρα μας, τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι αποκαρδιωτικά.

Η έκθεση χωρίζεται σε ξεχωριστά κεφάλαια, όπως ο σεβασμός στην ακεραιότητα του ατόμου, ο σεβασμός των ελευθεριών, η διαφθορά και έλλειψη διαφάνειας, οι διακρίσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Μεταξύ αυτών, υπάρχουν και υποενότητες, όπως η ελευθερία της έκφρασης, οι συνθήκες κράτησης, η αστυνομική αυθαιρεσία και η έμφυλη βία. Όπως γίνεται σαφές από τα στοιχεία, η χώρα μας είναι αντιμέτωπη με ορυμαγδό κρίσιμων ζητημάτων που απασχολούν την κοινωνία ενώ, και σε διεθνές επίπεδο, δημιουργούν μία εξαιρετικά δυσάρεστη εικόνα. Η Ελλάδα παίρνει κάτω από τη βάση στη συντριπτική πλειονότητα των κατηγοριών της έκθεσης που βασίζεται σε στοιχεία, αναφορές και μαρτυρίες. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπογραμμίζει πληθώρα ζητημάτων που κρατούν χαμηλά το επίπεδο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

Ήδη από τον πρόλογο γίνεται σαφές ότι, σε πολλούς τομείς, η χώρα μας υστερεί. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η αστυνομική βία, η κακομεταχείριση μεταναστών και προσφύγων, η έλλειψη ελευθερίας της έκφρασης στα ΜΜΕ και οι παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων- ζητήματα που, το 2022 απασχόλησαν έντονα την ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, όπως γίνεται σαφές από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τα ζητήματα αυτά δεν περιορίστηκαν μόνο στην Ελλάδα, αλλά παίρνουν ευρεία έκθεση.

«Καταχρηστικές πρακτικές» από τις δυνάμεις ασφαλείας
«Οι δυνάμεις ασφαλείας διέπραξαν κάποιες καταχρηστικές πρακτικές», σημειώνεται στην αρχή της έκθεσης, ενώ, στη συνέχεια, τονίζεται ότι, «σε σημαντικά ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπήρχαν αξιόπιστες αναφορές για σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση κρατουμένων στη φυλακή και μεταναστών και αιτούντων άσυλο από τις αρχές επιβολής του νόμου». Σύμφωνα με τις ίδιες αναφορές, στη χώρα μας, σημειώνονται «περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης και στα Μέσα Ενημέρωσης συμπεριλαμβανομένης της επιβολής ή της απειλής επιβολής της ποινικής νομοθεσίας περί συκοφαντίας και δυσφήμισης» αλλά και «αναγκαστικές επαναπροωθήσεις με χρήση βίας από τις κυβερνητικές Αρχές κατά μεταναστών και αιτούντων άσυλο». Επιπλέον, επισημαίνεται ότι υπήρξε «ανεπαρκής έρευνα και λογοδοσία για βία με βάση το φύλο, βία, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας ή εγκλήματα που αφορούν βία που στοχεύει μέλη εθνικών/φυλετικών/εθνοτικών μειονοτήτων και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλή χρήσης βίας που στοχεύει λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, διεμφυλικούς ή διαφυλικά άτομα». «Υπήρχαν αναφορές και καταγγελίες από μη κυβερνητικές οργανώσεις και διεθνείς οργανισμούς σχετικά με τις αποτυχίες της κυβέρνησης να διερευνήσει αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς για καταχρηστικές ενέργειες, αστυνομικές πρακτικές και αναγκαστικές επιστροφές αιτούντων άσυλο», υπογραμμίζεται.

Στην έκθεση γίνονται και αναφορές για την «κακομεταχείριση και κακοποίηση από πλευράς αστυνομίας κατά μελών φυλετικών και εθνοτικών μειονοτήτων, μεταναστών χωρίς έγγραφα, αιτούντων άσυλο, διαδηλωτών και Ρομά. Κατά τη διάρκεια του έτους, πολλά Μέσα Ενημέρωσης και ΜΚΟ εξέφρασαν ανησυχίες για περιπτώσεις στις οποίες αστυνομικοί ή συνοριοφύλακες φέρεται να χρησιμοποίησαν βίαιες και επικίνδυνες τακτικές για να εμποδίσουν μετανάστες και αιτούντες άσυλο να εισέλθουν στη χώρα. Σύμφωνα με αυτές τις αναφορές, ορισμένοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο ισχυρίστηκαν ότι οι αρχές τους ξυλοκόπησαν και τους πήραν ρούχα, χρήματα και κινητά τηλέφωνα και τους άφησαν αποκλεισμένους στο Αιγαίο ή σε βραχονησίδες στη συνοριακή περιοχή του Έβρου για μέρες χωρίς πρόσβαση σε τροφή, νερό ή ιατρική παρέμβαση» ενώ τονίζεται ότι, «η κυβέρνηση δεν εφάρμοσε με συνέπεια τον νόμο που σχετίζεται με το άσυλο. Υπήρξαν αναφορές ότι οι αρχές απώθησαν ή συνέλαβαν αιτούντες άσυλο που προσπαθούσαν να εισέλθουν στη χώρα, συχνά κακοποιώντας τους σωματικά ή στερώντας τους φαγητό και νερό. Υπήρξαν αναφορές για σωματική κακοποίηση και βία από μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος σε βάρος μεταναστών και αιτούντων άσυλο κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων απώθησης. Στις 6 Ιουνίου, ο Ειδικός Εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Μεταναστών Φελίπε Γκονζάλες Μοράλες χαρακτήρισε τις «απωθήσεις στην Ελλάδα» μια «ντε φάκτο γενική πολιτική».

Ξεχωριστή αναφορά έχει και η δολοφονία του 16χρονου Ρομ, Κώστα Φραγκούλη, τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν «ένας αστυνομικός πυροβόλησε στο κεφάλι, αφού φέρεται να έφυγε από ένα βενζινάδικο όπου δεν πλήρωσε για βενζίνη 20 ευρώ. Σύμφωνα με την αστυνομία που καταδίωξε τον έφηβο, ο Φραγκούλης έκανε επικίνδυνους ελιγμούς με το όχημά του και προσπάθησε να εμβολίσει τις μοτοσυκλέτες των καταδιώξεων. Ο Φραγκούλης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και πέθανε μια εβδομάδα αργότερα. Η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη».

Άθλιες οι συνθήκες κράτησης

Και οι συνθήκες που επικρατούν στις ελληνικές φυλακές, όμως, αποτελούν μέρος της έκθεσης του αμερικανικού ΥΠΕΞ. «Στις 2 Σεπτεμβρίου, η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) δημοσίευσε έκθεση για την επίσκεψή της στη χώρα τον Νοέμβριο του 2021. Η έκθεση υπογράμμισε την πιθανή απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση που προέκυψε από κρατούμενους “αφημένους να τρέμουν σε υπερπλήρεις και εντελώς ακατάλληλες συνθήκες”», τονίζεται ενώ, όσον αφορά τις ελλείψεις σε φυλακές και κέντρα κράτησης, αναφέρονται ο συνωστισμός, οι ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής και η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Επιπλέον, αναφέρεται η ανεπαρκής παροχή βασικών προμηθειών, όπως υλικά καθαρισμού, μαχαιροπίρουνα και πιάτα.

Όπως σημειώνεται, οι κυβερνητικές στατιστικές που εκδόθηκαν τον Σεπτέμβριο «έδειξαν ότι ο πληθυσμός των φυλακών υπερέβαινε την ικανότητα κράτησης». «Ορισμένοι μετανάστες και αιτούντες άσυλο που κρατούνται από μέλη της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος ισχυρίστηκαν ότι οι συνθήκες σωματικής κακοποίησης ή κράτησης θα μπορούσαν να θεωρηθούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία», προστίθεται στο ίδιο κεφάλαιο.

Βίαιες επαναπροωθήσεις μεταναστών και αστυνομική βία

Μεγάλο κομμάτι της έκθεσης καταλαμβάνει και η αστυνομική βία. «Ο Συνήγορος του Πολίτη, μέσω του Εθνικού Προληπτικού Μηχανισμού Διερεύνησης Αυθαίρετων Περιστατικών, έλαβε 288 καταγγελίες το 2021, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν την αστυνομία και σχετίζονταν με την προσβολή της ανθρώπινης ακεραιότητας, της υγείας ή της προσωπικής ελευθερίας. Περισσότερες από τις μισές καταγγελίες ανέφεραν καταχρηστική συμπεριφορά που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια συλλήψεων, κρατήσεων και άλλων αστυνομικών επιχειρήσεων. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα της αστυνομικής κακοποίησης ήταν ανήλικοι, νέοι, αλλοδαποί, μετανάστες ή αιτούντες άσυλο. Ορισμένες καταγγελίες ανέφεραν βίαιες απωθήσεις μεταναστών και αιτούντων άσυλο από την Ελληνική Αστυνομία ή το Λιμενικό Σώμα στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα. Ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε βελτιώσεις στην προθυμία των αρχών επιβολής του νόμου να συνεργαστούν, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης πειθαρχικών ερευνών για τη συμπεριφορά της αστυνομίας και της ανταλλαγής ιατροδικαστικών εκθέσεων και βίντεο για την αξιολόγηση τους».

Η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται και στην κοινή έκθεση που εξέδωσαν, στις 6 Μαρτίου δύο ΜΚΟ, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες και η Oxfam. Σε αυτήν, αναλύονται οι συνθήκες στο νεοσύστατο κλειστό κέντρο ελεγχόμενης πρόσβασης για αιτούντες άσυλο στη Σάμο. Ένας στους πέντε, σύμφωνα με τις δύο ΜΚΟ, είχε τεθεί σε «de facto» κράτηση για δύο μήνες παρότι, τον Δεκέμβριο του 2021, απόφαση του δικαστηρίου έκρινε την πρακτική αυτή παράνομη. Όπως σημειώνεται, μάρτυρες ισχυρίστηκαν ότι η διοίκηση του κέντρου της Σάμου, χρησιμοποιούσε «εκδικητικές τακτικές», μεταξύ των οποίων οι πρωινές επιδρομές, οι ανεξήγητες μεταφορές στο αστυνομικό τμήμα και οι προφορικές ειδοποιήσεις έξωσης σε κατοίκους που άσκησαν έφεση όταν η απόφαση για τη χορήγηση ασύλου τους ήταν αρνητική. Εκεί γίνεται αναφορά και σε «υπέρμετρη χρήση της ασφάλειας», μέσω συνεχούς παρακολούθησης όλων των ενοίκων από κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης.

Η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε το Σύνταγμα για τις παρακολουθήσεις

Και οι παρακολουθήσεις, όμως, οι οποίες τους τελευταίους μήνες έχουν απασχολήσει αρκετά μέσα και στις ΗΠΑ, αποτελούν σημαντικό κομμάτι της έκθεσης. «Το Σύνταγμα και ο νόμος απαγορεύουν τέτοιες ενέργειες, αλλά υπήρξαν αναφορές περιπτώσεων στις οποίες η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε αυτές τις απαγορεύσεις», αναφέρεται ενώ, στη συνέχεια, γίνεται ειδική μνεία στις παρακολουθήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη.

«Στις 11 Απριλίου, τα ΜΜΕ ισχυρίστηκαν ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το κακόβουλο λογισμικό Predator από τις 21 Ιουλίου έως τις 24 Σεπτεμβρίου 2021 για να παρακολουθεί τον ερευνητή δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη. Επίσης, στις 26 Ιουλίου, ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρχηγός του κεντροαριστερού κόμματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, υπέβαλε καταγγελία στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ισχυριζόμενος ότι είχε βρει στο κινητό του τηλέφωνο κατασκοπευτικό λογισμικό Predator.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν παρακολουθηθεί. Αρνήθηκε ότι είχε χρησιμοποιηθεί το λογισμικό Predator και υποστήριξε ότι η παρακολούθηση είχε διεξαχθεί νόμιμα με την κατάλληλη δικαστική άδεια. Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημοσίως ότι αγόρασε ή χρησιμοποίησε το λογισμικό παρακολούθησης Predator. Στις 5 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του προσωπάρχη του και του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί κάθε κυβερνητική παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών να έχει προεγκριθεί τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ελάχιστη ποινή φυλάκισης δύο ετών για τη χρήση, πώληση ή διανομή κατασκοπευτικού λογισμικού», τονίζεται.

«Φίμωση» ΜΜΕ και δηοσιογράφων

Εκτενής αναφορά γίνεται, στη συνέχεια, και στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία «εκφράστηκαν ανησυχίες για τη μη διαφανή κατανομή της κρατικής διαφήμισης στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και για πιθανή πολιτική επιρροή στον διορισμό μελών του διοικητικού συμβουλίου των μέσων ενημέρωσης δημόσιας υπηρεσίας. Στις 21 Σεπτεμβρίου, η ΜΚΟ Govwatch ανέφερε παρόμοια ευρήματα, υπογραμμίζοντας τους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που προκύπτουν από τον νέο νόμο για τις “ψευδείς ειδήσεις” και την έλλειψη διαφάνειας στη χρηματοδότηση των μέσων ενημέρωσης», υπογραμμίζεται. «Παράλληλα, σε έκθεση της 13ης Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για τους δημοσιογράφους που αντιμετωπίζουν απειλές και επιθέσεις», συμπληρώνεται.

Η έκθεση επανέρχεται στις παρακολουθήσεις, τονίζοντας ότι, «στις 24 Οκτωβρίου, ο ερευνητής δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου ισχυρίστηκε ότι αξιωματούχοι των μυστικών υπηρεσιών τον παρακολουθούσαν και συνέλεξαν τα δεδομένα του κινητού του τηλεφώνου από τον Μάιο έως τον Αύγουστο, δήθεν λόγω της έρευνάς του για ένα σκάνδαλο υποκλοπών. Τρεις άλλοι δημοσιογράφοι προέβησαν σε παρόμοιους ισχυρισμούς στην Επιτροπή Προστασίας των Δημοσιογράφων: Ο Θοδωρής Χονδρογιάννος, ο Θανάσης Κουκάκης και η Ελίζα Τριανταφύλλου» ενώ αναφέρονται και οι καταγγελίες από ΜΚΟ στις οποίες γίνεται λόγος για «δυσάρεστες για την κυβέρνηση ειδήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ισχυρισμών για σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι οποίες, «δεν αναφέρονται από πολλά μέσα ενημέρωσης, εμποδίζοντας την πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση και την τεκμηριωμένη συμμετοχή στην πληροφόρηση».

Τέλος, γίνεται αναφορά στις «ελευθερίες του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι». «Αν και η κυβέρνηση γενικά σεβάστηκε αυτά τα δικαιώματα, υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί», τονίζεται και, πιο συγκεκριμένα σημειώνεται ότι, «η αστυνομία δεν επέτρεψε πορείες διαμαρτυρίας τουλάχιστον δύο φορές. Στις 14 Μαΐου, η αστυνομία αρνήθηκε να επιτρέψει σε μια ομάδα Παλαιστινίων να διαδηλώσουν στην Ισραηλινή Πρεσβεία, παρόλο που η ομάδα είχε λάβει την κατάλληλη εξουσιοδότηση. Στις 22 Ιουλίου, η αστυνομία στη συνοικία Εξάρχεια της Αθήνας απέτρεψε φεμινιστικές ομάδες από το να πραγματοποιήσουν μια απροειδοποίητη πορεία για να διαμαρτυρηθούν για απόπειρα βιασμού».