Στέκει νομικά η λύση εργασίας για τους ανεμβολίαστους; – Τρεις απαντήσεις

Το θέμα αρχίζει να παίρνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. Νομικά, πολιτικά, κοινωνικά…
Φρέσκια αφορμή η απόφαση για υποχρεωτικό εμβολιασμό των στελεχών της ΕΜΑΚ και οι εξαγγελίες από κυβερνητικά χείλη ότι επίκειται γενίκευση του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε υγειονομικούς, εκπαιδευτικούς.
Μια τέτοια απόφαση είναι, άραγε, απολύτως σύμφωνη με τους νόμους και το Σύνταγμα της χώρας;
Αντίκειται στο Σύνταγμα τυχόν απόλυση υγειονομικού, ή στελέχους των Σωμάτων Ασφαλείας ή εκπαιδευτικού, αν αρνηθεί να εμβολιαστεί;
Στέκει νομικά, αλλά και ηθικά (έναντι των συναδέλφων του), να τεθεί σε παύση από την εργασία του ένας αρνητής; Υπάρχει πρόβλεψη;
Ξενοφών Κοντιάδης: «Δεν θα έχουν πρόσβαση…»
Το πρώτο που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι ο εμβολιασμός δεν μπορεί να καταστεί υποχρεωτικός υπό την έννοια της άσκησης βίας ή των ποινικών κυρώσεων κατά των αρνητών του εμβολίου. Μια τέτοια υποχρέωση θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα, ακόμη και για εκείνους που λόγω της φύσεως της εργασίας τους κρίνεται επιβεβλημένο να εμβολιαστούν.
Ωστόσο, όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν είναι εύλογο και συνταγματικά θεμιτό να υπόκεινται σε περιορισμούς και δυσμενείς επιπτώσεις, που μπορεί να περιλαμβάνουν ακόμη και την απομάκρυνση από την εργασία τους, αν η έκθεσή τους στον ιό ενδέχεται να προκαλέσει την ασθένεια άλλων ανθρώπων. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα με την απόφαση 2317/2020 του Συμβουλίου της Επικρατείας και τη Vavřička και άλλοι κατά Τσεχίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με αυτό το σκεπτικό μπορεί να θεωρηθεί εύλογο ότι όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν, δεν θα έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες μορφές συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Αντιστρόφως, μπορούν να επιβληθούν δυσμενείς επιπτώσεις, με νομοθετική ρύθμιση, για εκείνους που αρνούνται να εμβολιαστούν χωρίς να συντρέχουν ιατρικοί ή σοβαροί συνειδησιακοί λόγοι.
Δυσμενείς επιπτώσεις είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα να επιβληθούν με νόμο για εκείνους τους εργαζόμενους που αρνούνται να εμβολιαστούν, παρότι λόγω της φύσεως της εργασίας τους η άρνησή τους ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την υγεία άλλων ανθρώπων. Ο νομοθέτης καλείται να ρυθμίσει αναλυτικά τις κατηγορίες εργαζομένων που θα πρέπει να εμβολιαστούν και τις επιπτώσεις τής ενδεχόμενης άρνησής τους, η οποία δεν αποκλείεται να συνίσταται ακόμη και στην απόλυση υπό ειδικούς όρους ως προς την αποζημίωση.
Ο γενικός υποχρεωτικός εμβολιασμός του πληθυσμού θεωρητικά δεν αποκλείεται να θεωρηθεί επιβεβλημένος υπό συγκεκριμένες συνθήκες, με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Ασφαλώς, από μία τέτοια υποχρέωση θα εξαιρούνται όσοι για ιατρικούς ή άλλους σοβαρούς λόγους δεν μπορούν να εμβολιαστούν. Ωστόσο, τέτοιες ακραίες συνθήκες δεν έχουμε ευτυχώς βιώσει στη χώρα μας και ελπίζουμε να μη βιώσουμε».
* Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Θεσμών Κοινωνικής Προστασίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου – Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου.
Ακρίτας Καϊδατζής: «Αναλογικότητα, προσβασιμότητα»
«Η παρέμβαση στην αυτονομία του προσώπου που συνεπάγεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι καταρχήν ανεκτή, εφόσον το όφελος για τη δημόσια υγεία είναι πολλαπλάσιο. Η σχετική υποχρέωση δεν είναι άγνωστη. Οσοι υπηρετούν στρατιωτική θητεία εμβολιάζονται υποχρεωτικά. Τα παιδιά, επίσης. Πρόσφατα κρίθηκε ότι βρεφονηπιακοί σταθμοί μπορούν να αρνηθούν την εγγραφή παιδιών που δεν έχουν εμβολιαστεί (ΣτΕ 2387/2020). Το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού οφείλει, ωστόσο, να πληροί μια σειρά από προϋποθέσεις.
Πρώτον, πρέπει να τεκμηριώνεται επιστημονικά και με πλήρη διαφάνεια η αποτελεσματικότητα και αναγκαιότητά του. Πρέπει επίσης να αιτιολογείται ειδικά ποιες πληθυσμιακές ομάδες, έστω και ευρύτατες, βαρύνονται. Η επιβολή του σε όλο τον πληθυσμό αδιακρίτως δεν θα ήταν νόμιμη. Δεύτερον, πρέπει να επιτρέπεται η αιτιολογημένη εξαίρεση όσων αποδεδειγμένα είναι περισσότερο ευάλωτοι σε ενδεχόμενες παρενέργειες. ‘Συνειδησιακοί’ απλώς λόγοι δεν αρκούν, πρέπει να προκύπτει κίνδυνος για την υγεία του συγκεκριμένου προσώπου που ζητά εξαίρεση. Τρίτον, οι έννομες συνέπειες από τη μη τήρηση της υποχρέωσης δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες. Η μετακίνηση υπαλλήλου σε θέση που δεν συνεπάγεται επαφή με το κοινό ή ακόμα και η προσωρινή θέση του στη διάθεση της υπηρεσίας (με μειωμένες απολαβές) θα ήταν ανεκτά μέτρα, όχι όμως και η απόλυσή του.
Η επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού έχει και μιαν άλλην όψη. Οταν το κράτος επιβάλλει μιαν υποχρέωση, οφείλει να διασφαλίζει και τους όρους της εκπλήρωσής της. Τα εμβόλια πρέπει να είναι διαθέσιμα σε ποσότητες επαρκείς για όλους. Και πρέπει να είναι προσβάσιμα, με την έννοια ότι μπορούν να γίνουν ευχερώς και χωρίς κόστος. Αυτό όμως προϋποθέτει την επιβολή υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας στις φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Το ζήτημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πανευρωπαϊκή συζήτηση για την αναστολή των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας (των πατεντών) στα εμβόλια όσο διαρκεί η πανδημία».
* Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Χαράλαμπος Τσιλιώτης: «Να είναι έσχατο μέσο…»
«Το θέμα της καταρχήν συνταγματικότητας του υποχρεωτικού εμβολιασμού έχει απαντηθεί υπό προϋποθέσεις θετικά από το ΣτΕ σε πρόσφατη απόφασή του τού περασμένου Δεκεμβρίου (απόφαση 2387/2020). Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και το ΕΔΔΑ σε ακόμα πιο πρόσφατη απόφασή του τού περασμένου Απριλίου (απόφαση Vavřčka και άλλοι κατά Τσεχίας). Το γεγονός ότι οι υποθέσεις που εξέτασαν δεν αφορούσαν τον Αντι-Covid εμβολιασμό δεν αλλάζει κατ’ ουσίαν πολλά πράγματα στα παραπάνω, καθότι αμφότερα τα Δικαστήρια αναφέρθηκαν όχι μόνο στον εμβολιασμό νηπίων που εξέτασαν αλλά γενικότερα. Επίσης, το ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν «δοκιμασμένα» εμβόλια ενώ το εμβόλιο κατά του κορονοϊού δεν είναι «δοκιμασμένο», επίσης δεν επηρεάζει νομικά το ζήτημα, όπως αβάσιμα και αποπροσανατολιστικά υποστηρίζεται, διότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν έθεσαν τέτοιου είδους προϋποθέσεις για να καταφάσκουν την συνταγματικότητα και συμβατότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού με την ΕΣΔΑ. Ενας γενικός εμβολιασμός του συνόλου του πληθυσμού δεν είναι άνευ ετέρου αντισυνταγματικός, υπόκειται όμως στον έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας και με βάση αυτήν θα πρέπει να είναι το έσχατο μέσο, όταν άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή, έχουν καταστεί αναποτελεσματικά. Στον ιδιωτικό τομέα μπορεί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδείκνυται να επιβληθεί ο υποχρεωτικός εμβολιασμός με νόμο. Οσο όμως ο νομοθέτης δεν προβαίνει σε ρύθμιση του θέματος, το ζήτημα επιλύεται από τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες, όμως, θα πρέπει να ερμηνεύονται με βάση την λεγόμενη θεωρία της «τριτενέργειας» των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα όλων των ενδιαφερομένων πλευρών, εργοδοτών, εργαζομένων και καταναλωτών, όπου υπάρχει επαφή των εργαζομένων με τους τελευταίους. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, επίσης, δεν είναι άνευ ετέρου παράνομη, καθότι ο μη εμβολιασμός του εργαζόμενου μπορεί υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει «σπουδαίο λόγο» καταγγελίας υπό την έννοια του άρθρου 672 Αστικού Κώδικα, θα πρέπει όμως με βάση την αρχή της αναλογικότητας να είναι το έσχατο μέσο. Πιο ενδεικνυόμενα είναι μέτρα όπως μετάθεση σε άλλη θέση, τηλεργασία, ή ακόμα και άδεια άνευ αποδοχών για όσο χρόνο υπάρχει ο κίνδυνος από τον μη εμβολιασμό των δυστροπούντων εργαζομένων».
* Ο Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΕΡΓΑΝΕΛΑΚΗ
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News