Βασίλειος Χριστόπουλος: «Η γραφή είναι η εμμονή μου, απολαμβάνω τη χαρά της»
Πρόσφατα κυκλοφόρησε η νέα του συλλογή διηγήματων «Ρομανό Τσορουπέ» από τις θεσσαλονικιές εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, το εξώφυλλο της οποίας κοσμεί έργο της κόρης του Κατερίνας Χριστοπούλου κι έχει επιμεληθεί ο εκδότης του Γιώργος Γιαννόπουλος.
Μέσα από τις εννέα ιστορίες του βιβλίου του, ο Βασίλειος Χριστόπουλος, με ιδιαίτερη ευαισθησία, φωτίζει την καθημερινότητα των Ρομά εκείνων που αγωνίζονται να επιβιώσουν, μέσα από ζόρικες συνθήκες, κι ενώ υφίστανται, ενίοτε, την αγυρτεία των δικών τους αλλά και τη δική μας καχυποψία και αδιαφορία, υπομένουν αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, παίρνοντας δύναμη από τον Θεό, και ονειρεύονται καλύτερες μέρες. Ο συγγραφέας μιλά στην «ΠτΚ» για την αγάπη του για τη γραφή και τα θέματα που τον συγκινούν, για το νέο του βιβλίο και τους ήρωές του, για όσα τον φοβίζουν σήμερα.
Πώς αποφάσισε ένας πολιτικός μηχανικός να καταπιαστεί με τη συγγραφή λογοτεχνικών έργων;
Η γραφή είναι μια βαθύτερη ανάγκη που είχα συνειδητοποιήσει από νεαρή ηλικία. Την ασκούσα συστηματικά μέσα από το Ημερολόγιό μου. Μέχρι και σήμερα τηρώ αυτήν την αγαπημένη συνήθεια. Μέσα από το Ημερολόγιο είχε γεννηθεί το δοκίμιο «Τέχνη μια δυνατότητα» (Αχαϊκές εκδόσεις 1987) και κάποια άρθρα που είχαν φιλοξενηθεί σε περιοδικά.
Η πρώτη απόπειρα για συγγραφή λογοτεχνίας είναι ο «Κάτοικος Πατρών». Ηταν το καλοκαίρι του 1993. Είχα συγκεντρώσει πλούσιο αρχειακό υλικό για τη συγγραφή της πολεοδομικής ιστορίας της Πάτρας.
Αλλά ό,τι και να έγραφα με απογοήτευε. Ξεκινούσα και σταματούσα απογοητευμένος. Αφού ταλαιπωρήθηκα κάμποσες μέρες, μου γεννήθηκε η «μεγάλη ιδέα». Να δοκιμάσω τη μυθοπλασία.
Ξεκίνησα με μια πρώτη σκηνή. Το μικρό ορφανό (που σε λίγα χρόνια θα γίνει ο ρακοπώλης Νικολός Γιαννόπουλος) φοβισμένο και πεινασμένο διασχίζει τον κεντρικό δρόμο, το Μπολσοκάκ. Ψάχνει στα σκουπίδια των πλούσιων τουρκόσπιτων να βρει κάτι φαγώσιμο. Ταυτόχρονα περιγράφει τον τούρκικο μαχαλά δίνοντας μια εικόνα της προεπαναστατικής Πάτρας. Αυτό ήταν. Το αποτέλεσμα με ενθουσίασε, αλλά κυρίως μού άρεσε το νέο είδος που είχα μόλις ανακαλύψει. Ετσι εισήλθα στον χώρο της λογοτεχνίας.
Υπάρχουν, εν γένει, θέματα και χαρακτήρες που σας κεντρίζουν και δε σας αφήνουν σε ησυχία, αν δεν τα βάλετε στο χαρτί;
Για μένα η εμμονή μου είναι μία: η ίδια η γραφή. Είτε γράφω ημερολόγιο είτε συνθέτω ένα διήγημα ή ένα μυθιστόρημα, απολαμβάνω τη χαρά της γραφής.
Τα θέματα που με συγκινούν είναι θέματα κοινωνικά. Μέσα στην ιστορία, στις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις με ενδιαφέρουν «οι από κάτω». Οι απλοί άνθρωποι, οι φτωχοί, οι ύστατοι. Τα πρώτα και παντοτινά θύματα των πολέμων, των οικονομικών κρίσεων κ.λπ.
Σήμερα κρατάμε στα χέρια μας το νέο, έβδομο κατά σειρά, λογοτεχνικό βιβλίο σας. Πώς προέκυψε;
Μέσα από τη συμμετοχή μου στο κίνημα αλληλεγγύης της πόλης μας, μαζί με μια μικρή ομάδα πλησιάσαμε τους Ρομά. Μέσα στον καταυλισμό του Ριγανόκαμπου, αλλά και εκτός αυτού. Ανακάλυψα μια πραγματικότητα που αγνοούσα και αυτή η ανακάλυψη με συγκλόνισε. Αποφάσισα να γράψω για αυτούς.
Γράφοντας αντιλήφθηκα τις πραγματικές αιτίες της αθλιότητας μέσα στην οποία ζουν. Ξέρετε, πάντα οι ιστορίες μου έχουν για μένα και ένα γνωστικό ενδιαφέρον. Ποτέ δεν ξεχνώ αυτό που έχει γράψει ο Κούντερα: «η ηθική του μυθιστορήματος είναι η γνώση».
Οι εννιά ιστορίες στο «Ρομανό Τσορουπέ», που θα πει τσιγγάνικη φτώχεια, είναι γεννήματα της φαντασίας σας ή βασίζονται στην πραγματικότητα;
Η πραγματικότητα μού έδωσε τα ερεθίσματα, τα θέματα. Αν έμενα μόνο στην πραγματικότητα θα έκανα κοινωνικό ρεπορτάζ. Αλλά εγώ ήθελα να γράψω λογοτεχνία. Ετσι ήρθε η μυθοπλασία να συμπληρώσει το πρωτογενές υλικό, να πλάσει ολοκληρωμένους χαρακτήρες και να τους φωτίσει στις διάφορες συνθήκες της ζωής τους. Να δημιουργήσει λογοτεχνικά διηγήματα.
Πέρα από τους τίτλους, στις ιστορίες σας συναντάμε πολλές ρομανέ φράσεις. Πόσο εύκολη/δύσκολη ήταν η διαδικασία;
Για τις ρομανέ φράσεις χρησιμοποίησα λεξικό. Το βρήκα στο internet και είναι του Ιωάννη Αλεξίου (Λεξικό της Ρομανί γλώσσας). Στη συνέχεια ζήτησα βοήθεια από δύο πανεπιστημιακές κυρίες
που τις γνώρισα μέσω του καθηγητή Αργύρη Αρχάκη, κάνω αναφορά στις ευχαριστίες μου. Η μία μάλιστα είναι Τσιγγάνα μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Οι ήρωές σας βιώνουν τη φτώχεια, την εκμετάλλευση από άτομα της φυλής τους, τη λαχτάρα να ζήσουν πιο ανθρώπινα, τη βαθιά αγάπη για μέλη της οικογένειάς τους (κορυφαία του πατέρα στον «Γκιλμπαντό της Κούλουρης»)… Γράφετε με τρυφερότητα γι’ αυτούς. Θελήσατε να φωτίσετε κάποιες πλευρές τους που αγνοούμε από αδιαφορία ή προκατάληψη;
Ο σκοπός μου διατυπώνεται καθαρά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Οι ήρωες των εννιά διηγημάτων δεν είναι οι αδούλωτοι και ελεύθεροι Τσιγγάνοι του Ρομαντισμού. Που αδιαφορούν για το αύριο, που τους αρέσει να βρίσκονται on the road, που γλεντοκοπάνε με κάθε ευκαιρία. Είναι άνθρωποι της ανάγκης, που ζουν και κυκλοφορούν στο κοινωνικό περιθώριο, “διαφανείς” και “αόρατοι”. Συνεχώς πρέπει να μηχανεύονται τρόπους για την καθημερινή τους επιβίωση. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν χωρίς τις πανάρχαιες τέχνες: ζητιανιά και κλεψιά, “ντιλεμένκο” και “τζορνιπέ”».
Προσπάθησα να καταδείξω ότι η κατάστασή τους δεν είναι φυλετικό ζήτημα, αλλά κοινωνικό. Πρόκειται για μια ομάδα που δυσκολεύεται να επιτύχει μια στοιχειώδη κοινωνική ένταξη και χρειάζεται τη βοήθεια της πολιτείας, δηλαδή του κράτους και του δήμου. Δυστυχώς δεν την έχει, ούτε από το κράτος ούτε από τον δήμο μας.
Να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο ότι το Σάββατο 4 Ιούνη και ώρα 8 μ.μ. στον κήπο του ΠΟΛΥΕΔΡΟΥ θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου. Θα μιλήσουν τρεις φίλοι που διάβασαν το βιβλίο και τους άρεσε: Η Σία Αναγνωστοπούλου, βουλευτής Σύριζα, ο Αργύρης Αρχάκης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Νάντια Κουλουμπή, γιατρός, μέλος της Κίνησης Υπεράσπισης Δικαιωμάτων Προσφύγων και Μεταναστών Πάτρας.
Οταν έργο σας ανεβαίνει, επιτυχώς, στο σανίδι, όπως συνέβη με τον «Κάτοικο Πατρών», που παρουσιάστηκε για δύο χρονιές, τι σημαίνει για εσάς;
Το «Κάτοικος Πατρών» γράφτηκε μεταξύ 1993 και 1997 και εκδόθηκε το 1998. Ολα αυτά τα χρόνια είχε μια σταθερή κυκλοφορία, ήταν δηλαδή ζωντανό βιβλίο στην πόλη μας, αλλά και αλλού. Ο θεατρικός «Κάτοικος Πατρών» 20 χρόνια μετά, που ζωντάνεψε στη θεατρική σκηνή του Λιθογραφείου, αποτέλεσε την πιο πανηγυρική δικαίωση εκείνης της απόφασής μου του 1993.
«Ρομ Ζόρι τε Αβές» (Τσιγγάνος δύσκολο να είσαι). Στην εποχή μας, αυτή η δυσκολία -το ζόρι- έχει πάρει τεράστιες και δη απειλητικές διαστάσεις. Τι σας θυμώνει και τι σας φοβίζει στα όσα ζούμε;
Αυτό που με φοβίζει είναι ότι στις μέρες μας κυριαρχεί μέχρι και ηγεμονεύει η σκληρότητα του κοινωνικού δαρβινισμού. Δεν είναι μόνο οι Ρομά. Είναι πολλές οι κοινωνικές ομάδες που ζουν στα όρια του αποκλεισμού: άνεργοι, χρεωμένοι, άστεγοι, μετανάστες, πρόσφυγες. Ζουν δίπλα μας, αλλά έχουμε μάθει να τους αγνοούμε. Γιατί θεωρούμε ότι φταίνε οι ίδιοι για τη «μοίρα» τους. Αυτά τα στερεότυπα προσπάθησα να κλονίσω μέσα στο βιβλίο μου.
Η σωτηρία για εσάς έγκειται σε…
Στις δύσκολες εποχές που ζούμε η σωτηρία για μένα είναι: Iσχυρό κοινωνικό κράτος με έμφαση στο Σύστημα υγείας και πρόνοιας για τους αδύνατους, για τους άτυχους της ζωής. Και βέβαια κοινωνική αλληλεγγύη. Oχι συμπόνια, φιλανθρωπία κ.λπ., αλλά αλληλεγγύη. Αλληλεγγύη σημαίνει πως πλησιάζω τον άλλον, ισότιμα, με ενσυναίσθηση. Δεν τον θεωρώ κατώτερό μου. Γιατί τον πλησιάζω με την επίγνωση πως θα μπορούσα κι εγώ να βρίσκομαι στη θέση του.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News