Ο καλός Αυστριακός

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για το θέμα της ταινίας για το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα

Καλοί Αυστριακοί ασφαλώς και υπάρχουν και πιθανότατα είναι πολύ περισσότεροι από τους κακούς Αυστριακούς, έστω και αν η η διάκριση ανάμεσα στο «καλός» και «κακός» σηκώνει μια συζήτηση. Στο σινεμά, πάντως, ο «καλός» είναι εκείνος που συντάσσεται με αυτό που θέλει ο θεατής να συμβεί, αν και υπάρχουν ταινίες όπου ταυτίζεσαι τόσο πολύ με τον παραστρατημένο του έργου, που όταν οι «καλοί» τον φάνε λάχανο στο τέλος ως ο νόμος ορίζει, σου έρχεται μια στυφή γεύση. Αλλά και πάλι αυτό εξηγείται: Ηθελες να επικρατήσει το «καλό», αλλά έλπιζες να βγει το «καλό» μέσα από την ψυχή του «κακού», και να αποδειχθεί αυτός λιγότερο «κακός» από όσο φάνηκε, αν όχι και καθόλου «κακός». Ακόμα καλύτερα εάν επρόκειτο για έναν «καλό» που παρίστανε τον «κακό» βάσει σχεδίου , όπως είχε γίνει με τον Μπρουμπέικερ: Εκεί ο κατάδικος Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν εν τέλει ο νέος διευθυντής των φυλακών, που παρέστησε τον κρατούμενο, για να δει τι διάολο συμβαίνει εκεί μέσα. Ευτυχώς που οι εκδότες δεν υποδύονται τον δημοσιογράφο και έτσι αποφεύγουμε το κακό να μάθουν τι λένε οι δημοσιογράφοι όταν νομίζουν ότι δεν τους ακούει κανείς. Αραγε, πόσοι είναι περισσότεροι; Οι καλοί εκδότες ή οι καλοί δημοσιογράφοι; Καλύτερα να μην πάρουμε υπόψη μας τη γνώμη του κοινού.

Λέγαμε για τους Αυστριακούς. Όπως ξέρουν όσοι τσαλαβουτάνε στην ιστορία, υπήρχαν πολλοί «καλοί» Αυστριακοί κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, και μάλιστα μέσα στις τάξεις της Βέρμαχτ, που δεν συμμερίζονταν επ’ ουδενί ούτε τις ιδέες ούτε τις πρακτικές του ναζισμού, αλλά δεν ήταν και πολύ εύκολο να εναντιωθούν. Υπήρχαν ασφαλώς και «καλοί» Γερμανοί, όπως άλλωστε μπορεί να  σας είχαν μεταφέρει παππούδες και γιαγιάδες που είχαν εμπειρία Κατοχής, ανεξάρτητα αν δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε μέχρι που έφτανε η καλοσύνη τους.

Μπορούμε να εικάσουμε ότι «καλοί» Αυστριακοί ή και Γερμανοί μπορεί και να υπήρξαν   ανάμεσα στις δυνάμεις που εξόντωσαν τους Καλαβρυτινούς αμάχους το 1943, ως αντίποινα για τον φόνο  γερμανών ενστόλων από  αντάρτες (κατ’ άλλους, με πρόσχημα τον φόνο αυτόν: μια θεωρία που σχετικοποιεί την βαναυσότητα της θανάτωσης), αλλά δεν έχει καταγραφεί κάποιο ουσιαστικό περιστατικό εναντίωσης στη φρικιαστική εκείνη εκτέλεση, ούτε κάποια ανθρωπιστική παρέμβαση υπέρ του πληθυσμού. Να αναγνωρίσουμε ότι και να ήθελε κάποιο μέλος των ναζιστικών δυνάμεων να παρέμβει, το πιθανότερο ήταν να εκτελείτο επί τόπου. Αλλά είναι  γεγονός ότι η εκτέλεση δεν γνώρισε  αντιστάσεις. Μεταμέλειες μπορεί, αντιστάσεις όχι.

Συνεπώς, η σεναριακή ιδέα της ταινίας «Καλάβρυτα 1943», σύμφωνα με την οποία αυστριακός στρατιωτικός παρενέβη για να διασώσει γυναικόπαιδα του χωριού, μπορεί να αποτελεί μια συμβολική χειρονομία, με σκοπό να καταδείξει δηλαδή ότι υπήρχε ανθρωπιστική συνείδηση στις τάξεις του στρατού Κατοχής και στην κοινωνία των δυνάμεων του Αξονα, αλλά εξ απόψεως πραγματικών γεγονότων είναι ασύστατη. Υπό την έννοια αυτή, εύλογα ξεσηκώθηκαν οι Καλαβρυτινοί, που μάλιστα είχαν έγκαιρα ζητήσει να απαλειφθεί η πρόβλεψη αυτή από το σενάριο.

Εδώ μπαίνει το ηθικό ερώτημα κατά πόσο μπορεί η μυθοπλασία να αυθαιρετήσει, όταν αφηγείται ιστορικά περιστατικά, προκειμένου να εξυπηρετήσει, συμβολικά, μια παράλληλη ιστορική αλήθεια, όταν αυτή δεν τέμνεται καθόλου με την πραγματικότητα. Τηρουμένων των αναλογιών, να βάλουμε και έναν Ρωμαίο αξιωματικό να προσπαθεί να ξεκρεμάσει τον Ιησού από τον σταυρό; Γιατί όχι; Υπήρχαν και καλοί Ρωμαίοι εκατόνταρχοι. Αν το κάνουμε, θα εξεγερθεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα, όπως εξεγέρθηκαν οι Καλαβρυτινοί, γιατί αντιλήφθηκαν ότι η επινόηση του σεναριογράφου, νοθεύει όχι μόνο το Ολοκαύτωμα αλλά και την ευρύτερη ηθική πρόσληψή του: Το 1943 εξοντώθηκε το Ολον των καλαβρυτινών αρρένων από το Ολον των ναζιστικών δυνάμεων. Οι έστω και συμβολικές προσθαφαιρέσεις αφαιρούν  βάρος από το γεγονός και τις κοινωνικές, ιστορικές, ηθικές και πολιτισμικές σημάνσεις του.  Δεν πρόκειται για αμφισβήτηση της εικασίας ότι υπήρχαν καλοί μεταξύ των κακών, αλλά για ακούσια συνηγορία υπέρ του Κακού, δια της συνεκδοχής: Το Κακό δεν και τόσο κακό εν τέλει. Εκλαμβάνεται, παραλλήλως, η παρέμβαση σαν μια αναδρομική προσπάθεια θεραπείας των τύψεων  εκ του ασφαλούς. Αν  είχατε κότσια, φίλοι «καλοί» Γερμανοί  και Αυστριακοί, ας παρατάγατε τα όπλα σας τότε, μέσα στα βουνά, κι ας ζούσατε με βελανίδια μέχρι το τέλος του πολέμου.   Αμ δεν ρισκάρατε, αμ μπαίνετε στην ταινία σαν ήρωες, για να άρετε τις αμαρτίες των προγόνων σας. Κατ, κύριε σκηνοθέτη. Κόψ’ το αυτό από το μοντάζ. Εκείνες τις μέρες, οι Κακοί  ήταν ελεύθεροι και λέρωναν το χιόνι και οι Καλοί ήταν στη φυλακή.  Χωρίς Μπρουμπέικερ. Και το όνομα ήταν αμερικάνικο, όχι γερμανικό.