Πρώτα πάμε στο σινεμά

Είναι γνωστό ότι η ταυτότητά μας έχει ως πρωτεύον στοιχείο τα έπη και τις τραγωδίες της συλλογικής μνήμης και της ατομικής καταγωγής. Ως πρόσωπα και ως κοινότητα έχουμε την ανάγκη της αναφοράς σε αφηγήματα, τα οποία μας προσδιορίζουν, μας κατευθύνουν, μας ερμηνεύουν και μας αυξάνουν το μπόι.

Η περιοχή των Καλαβρύτων νοηματοδοτείται πρωτίστως μέσα από γεγονότα που απέχουν περίπου έναν αιώνα μεταξύ τους, τη γενναία επαναστατική έξαρση του Μαρτίου του ’21 και το τρομακτικό ξεκλήρισμα του Δεκεμβρίου του ’43.

Ανεξάρτητα πόσος χρόνος θα περάσει από τις δύο αυτές εκκωφαντικές στιγμές, η κοινωνία που θα αυτοπροσδιορίζεται ως καλαβρυτινή, θα τις έχει ως ανεξίτηλα σημεία αναφοράς, κάτι που θα πρέπει να ισχύει για το σύνολο των αχαιών, και όχι μόνο.

Η βαριά ιστορία δεν είναι μια τοπικιστική υπόθεση. Για την κοινωνία των Καλαβρύτων είναι μια παρακαταθήκη που προσδίδει βαριά προστιθέμενη ηθική και «ταυτοτική» αξία σε όσους είναι φορείς της συγκεκριμένης καταγωγής.

Η Αγία Λαύρα και ο λόφος του Καπή έχουν προσλάβει χαρακτήρα ιερού, όπως των εκκλησιών, για την κοινωνία της περιοχής. Τέτοιου τύπου ιερά έχει ίσως ο καθένας μας.
Στο ερώτημα, επομένως, γιατί τσιμπάνε οι Καλαβρυτινοί τον τελευταίο καιρό μία γιατί αμφισβητήθηκε η ορκωμοσία της Λαύρας, μία για αβάσιμη μυθοπλαστική παρέμβαση στην ταινία για το Ολοκαύτωμα, η απάντηση είναι προφανής και κείται μεταξύ τοπικιστικού εγωισμού και αίσθησης ιερότητας.

Μην παραβλέπουμε μια ουσιωδέστατη διάσταση: Ενας τόπος μικρός, αλλά με πλούσια ιστορικότητα, επενδύει στο διηνεκές στην ιστορικότητα αυτή προκειμένου να διεκδικεί και να υπερασπίζεται μια υπερτοπική ακτινοβολία και αναγνωρισιμότητα. Είναι η ευγενέστερη εκδοχή του συλλογικού «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;».

Αν ήμαστε βέβαια στη θέση των Καλαβρυτινών, ανεξαρτήτως των ενστάσεων για τη μυθοπλαστική αυθαιρεσία -που δεν ήταν πάντως σεναριακή επινόηση αλλά νομιμοποίηση τοπικού θρύλου-, θα τη χαιρόμαστε την ταινία. Ο υψηλών προδιαγραφών επαγγελματικός κινηματογράφος δίνει στο Ολοκαύτωμα, την ιστορία τους, την προοπτική ανάδειξης στο παγκόσμιο κοινό στις πραγματικές του διαστάσεις. Θα βλέπαμε το φιλμ, θα το συζητούσαμε, θα το συνιστούσαμε, θα το αξιολογούσαμε, θα ασκούσαμε την όποια κριτική μας. Και δεν θα τοποθετούμαστε αφοριστικώς α πριόρι. Θα δεχόμαστε εμείς να κουβεντιάσουμε και το ταμπού της εξόντωσης των Γερμανών αιχμαλώτων, που αποτέλεσε το αίτιο ή το πρόσχημα για τα αντίποινα του Δεκεμβρίου, από τη σκοπιά τόσο της σκοπιμότητας όσο και της αναλογικότητας ως στρατηγική επιλογή.

Το ερώτημα δεν είναι εάν υπήρξε ο «Καλός Ναζί», αλλά πώς θα καταφέρουμε να περιέλθει το Ολοκαύτωμα του ’43 στη γνώση και την κατακραυγή της παγκόσμιας κοινότητας, όχι «απλά» σαν τοπική τραγωδία, αλλά σαν μνημείο απάνθρωπης βαναυσότητας και χυδαίας θρασυδειλίας.

Ας πάμε λοιπόν στο σινεμά. Και τα κουβεντιάζουμε τα υπόλοιπα.