«Με έσωσε ένα φιλί»: Ο Τίτος Πατρίκιος θυμάται το ’40, την Κατοχή και το πρώτο ξύλο της ζωής του
Ο μεγάλος ποιητής θυμάται πώς βίωσε παιδί την 28η Οκτωβρίου του 1940, τις στιγμές της Κατοχής και το φιλί που του έσωσε τη ζωή – «Να διαφωνούμε χωρίς να τσακωνόμαστε» λέει σήμερα.
Με τη γαλήνια σοφία των χρόνων και τη μνήμη ενός παιδιού που μεγάλωσε μέσα στη φωτιά της Ιστορίας, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, θυμάται τις στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του. Από το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν στα δώδεκα του χρόνια άκουσε πως η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο, μέχρι την Κατοχή, τις μαθητικές αντιστάσεις, το πρώτο του ξύλο και το φιλί που του χάρισε τη ζωή λίγο πριν από την Απελευθέρωση.
«Ήμουν στην τρίτη τάξη, δηλαδή στην πρώτη γυμνασίου του σημερινού συστήματος», αφηγείται ο Τίτος Πατρίκιος για εκείνη τη μέρα, «μια ωραία, φωτεινή μέρα όπως η σημερινή».
Στην Ανάργυρο Σχολή Σπετσών, όπου φοιτούσε, ένας καθηγητής μπήκε στην τάξη, μίλησε ψιθυριστά στον δάσκαλο και σε λίγο ακούστηκε η είδηση: «Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο».
«Πεταχτήκαμε όλοι όρθιοι και αρχίσαμε να φωνάζουμε “Ζήτω η Ελλάδα! Κάτω η Ιταλία! Θα νικήσουμε!”. Τα γράφαμε παντού, στα θρανία, στους τοίχους, και σε λίγο ψάλλαμε όλοι μαζί τον εθνικό ύμνο», θυμάται ο ποιητής.
Το ίδιο βράδυ, οι μαθητές άκουσαν στο ραδιόφωνο πως οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Πάτρα. «Μας είπαν ότι ρίξαμε τέσσερα αεροπλάνα, αλλά υπήρχαν τέσσερις νεκροί και δεκαεπτά τραυματίες. Αργότερα, μάθαμε ότι οι νεκροί ήταν πενήντα και οι τραυματίες εκατό. Έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα του πολέμου για μένα», αφηγήθηκε στην ΕΡΤnews.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1942, μέσα στην Κατοχή, ο Πατρίκιος ήταν μαθητής στο Βαρβάκειο. Τότε, του πρότεινε ο συμμαθητής του, Βαγγέλης Γκούφας –που αργότερα έγινε γνωστός ποιητής και δημοσιογράφος– να μαζέψουν παιδιά και να πάνε στο Πεδίον του Άρεως να στεφανώσουν τους ήρωες.
«Το είπα σε πολλούς, αλλά δεν ήρθε κανείς», θυμάται. Μαζί με λίγους συμμαθητές πήρε το τραμ και πήγε. Εκεί, ανάμεσα στους καραμπινιέρους και ένα ιταλικό θωρακισμένο, είδε φοιτητές να στεφανώνουν τα αγάλματα των ηρώων του ’21.
Όταν η μικρή πομπή κινήθηκε προς το Πανεπιστήμιο, τους επιτέθηκαν οι καραμπινιέροι. «Ένας με έπιασε και άρχισε να με χτυπάει. Είχα βάλει τα γυαλιά μυωπίας στην πίσω τσέπη για να μην σπάσουν. Με μια κλωτσιά μου τα έσπασε. Ήταν το πρώτο ξύλο που έφαγα στη ζωή μου», λέει με ένα πικρό χαμόγελο. «Ακολούθησαν κι άλλα… αλλά εκείνη τη μέρα γύρισα σπίτι έχοντας στεφανώσει τους ήρωες και με σπασμένα τα γυαλιά στην τσέπη».
Κάποια χρόνια αργότερα, το 1944, λίγους μήνες πριν την Απελευθέρωση, ο Πατρίκιος έζησε ένα περιστατικό που δεν ξέχασε ποτέ.
«Είχα ραντεβού με μια κοπέλα της ΕΠΟΝ να μου φέρει αφίσες. Πήγα νωρίτερα στους Αέρηδες. Ξαφνικά ο φίλος μου φώναξε “έρχονται!” – ήταν συνεργάτες των Γερμανών. Έτρεξα να κρυφτώ σε μια εκκλησία, αλλά με βρήκαν, με έσυραν έξω και με ρώτησαν τι κάνω εκεί. Είπα πως περίμενα μια κοπέλα για βόλτα. Με έστησαν στον τοίχο και μου είπαν: “Αν δεν έρθει σε πέντε λεπτά, τελείωσες”».
Η κοπέλα εμφανίστηκε. Τον πλησίασε και τον φίλησε για να πείσει τους ενόπλους πως ήταν απλώς ένα νεαρό ζευγάρι. «Έτσι σώθηκα», λέει συγκινημένος.
Στο τέλος της αφήγησης, ο ποιητής που έζησε πόλεμο, εμφύλιο και δικτατορία, άφησε ένα μήνυμα απλό και επίκαιρο:
«Να είμαστε όλοι καλά και να μπορούμε να συζητάμε. Να μπορούμε να διαφωνούμε χωρίς να τσακωνόμαστε. Αναγνωρίζοντας ο ένας το δικαίωμα του άλλου να έχει τη δική του άποψη».
Και πρόσθεσε με νόημα: «Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τον εμφύλιο πόλεμο. Ευτυχώς τελείωσε κι αυτός».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News
