Κορίτσια της συγνώμης

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Περνάμε από ένα σχολείο. Πρόκειται για ένα γυμνάσιο της κυρίως πόλης, του αστικού χώρου δηλαδή. Δεν έχει σημασία ποιο (ή έχει;). Πέφτουμε πάνω στο σχόλασμα, αυτή την ημιχαρούμενη συνθήκη: Τα παιδιά εκδηλώνουν συγκρατημένη ευφορία και κινητικότητα.
Αν περάσεις Παρασκευή μεσημέρι είναι αλλιώς, σχεδόν σαν αφετηρία καρναβαλικής παρέλασης.

Παιδιά γυμνασίου, πάει να πει ηλικίες όχι πάνω από 14-15 χρόνων, κατά τεκμήριο. Το αυτί μας συλλαμβάνει στιχομυθία δύο κοριτσιών αυτής της ηλικιακής συνομοταξίας. Πιθανότατα συζητούν για έναν συμμαθητή τους, κοιτώντας προς μια ομάδα άλλων παιδιών. Αποφαίνονται ότι το αγόρι δεν τους δίνει σημασία ή δεν έχει προσέξει κάποιο σήμα τους. Σχολιάζουν τη συμπεριφορά του χρησιμοποιώντας την πιο αργκό έκφραση που έχει επινοηθεί από καταβολής ελληνικού γλωσσικού πολιτισμού. Δεν ξέρουμε πολλά για τις βρισιές και τη σλανγκ άλλων γλωσσών, αλλά οι Ελληνες έχουμε επινοήσει αριστοφανικούς όρους για κάθε πράξη, κάθε παράλειψη, κάθε χαρακτήρα, κάθε πτυχή της σεξουαλικότητας, κατά τρόπο που σου επιτρέπει να εκφράζεσαι πλούσια και με ακρίβεια.

Άλλη είναι η λέξη για τον ανόητο, άλλη για τον κολλημένο, άλλη για τον άγαρμπο, άλλη για τον θορυβώδη, άλλη για τον συμπλεγματικό. (Άλλο αν τα έχουμε κάπως μπερδέψει). Φροντιστήριο για την εκμάθηση αυτού του τύπου δεν υπάρχει, ο,τι αρπάξει κανείς από την παρέα, τη γειτονιά, το σχολείο, τον πατέρα που βρίζει τους άλλους οδηγούς, το γήπεδο, την ξηγημένη, αμετροεπή θεία που θεωρεί καθήκον της να κοινωνικοποιήσει τα παιδιά, τη μεγάλη αδελφή μας. Οσο και αν έχει κατέβει ο ηλικιακός πήχης της σεξουαλικής ζωής, πρώτα μαθαίνεις κουβέντες για το σεξ και μετά έρχεται το σεξ. Το κακό για πολλούς και πολλές είναι ότι δεν έρχεται το σεξ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Επιστρέφουμε στις κοπέλες της δικής μας ιστορίας. Η μια χαρακτηρίζει τη στάση του αγοριού ψιλογελώντας συνωμοτικά, και η άλλη επαυξάνει τον ίδιο όρο στο σατιρικό σχηματικό υπερθετικό του, που εκκινεί από το τουρκογενές «καρά-» το οποίο διασώθηκε
στα γλωσσικά μας ήθη, μια ακόμα οφειλή μας στην οθωμανική περίοδο. Καταλήγουν και οι δύο με γελάκια. Εχουν ήδη μάθει ότι η χύδην γλώσσα αφενός σου επιτρέπει να εμφανίζεσαι ψαγμένος, προχωρημένος, ψημένος, απελευθερωμένος, αφετέρου επενεργεί
λυτρωτικά. Και υπό προϋποθέσεις είναι και αστεία. Εν προκειμένω, η χρήση των λέξεων από τα κορίτσια έχει χροιά παρωδίας. Απομακρυνόμαστε ευτυχείς που η πάροδος των χρόνων μας έχει προ πολλού προπονήσει ώστε να μη μας σοκάρει οτιδήποτε εδώ και καιρό, αλλά με την απορία πόσο χαμηλά έχει κατέβει η εξοικείωση των εφήβων με το μόρτικο βρισίδι.

Ηλίθια σκέψη: Στη γενιά μας ήταν μάλλον απίθανο να ακούσεις κοπέλες του γυμνασίου να χρησιμοποιούν τέτοιο λεξιλόγιο. Οι περισσότερες αγνοούσαν τις περισσότερες σλανγκ λέξεις, αλλά ευτυχώς τις διδάχθηκαν στο πανεπιστήμιο και στα κλαμπ.

Δεύτερη σκέψη: Βρε μπούφο, και να χρησιμοποιούσαν αυτούς τους όρους, μεταξύ τους θα το έκαναν, δεν θα το έκαναν μπροστά σου.

Τρίτη σκέψη: Εν τέλει πόσα πράγματα γνωρίζει το ένα φύλο για το άλλο; Πότε οι άνδρες και οι γυναίκες αποκαλύπτουν την πλήρη αλήθειά τους αμοιβαία; Κάποτε ή ποτέ; Αλλά μήπως αυτό είναι το νόημα του παιχνιδιού; Αν ξέραμε την όλη αλήθεια, δεν θα συνυπήρχαμε. Ο Αλμπυ στη «Βιρτζίνια Γουλφ» βάζει τους ήρωες να επινοούν ψέματα, γιατί δεν αντέχουν την πραγματικότητα.

Τέταρτη σκέψη: Τα κορίτσια του περιστατικού μας δεν έδωσαν δεκάρα για τον μεσόκοπο κύριο που περνούσε από μπροστά τους. Πιθανόν οι λέξεις που εμείς νεότεροι θεωρούσαμε βαριές- εξ ου και τις χρησιμοποιούσαμε: αν αποκαλέσεις τον άλλον «μαλθακό», δεν γίνεται δουλειά- έχουν χάσει το φορτίο τους σε εποχές μιας γενικής ελευθεριότητας, όπου οι σλανγκ λέξεις αναγράφονται με άνεση και στον έντυπο τύπο, πλέον. Αλλά αν η βρισιά δεν έχει τον χαρακτήρα της βρισιάς, τι να την κάνεις;

Είναι περίπου σαν την έκθεση του γυμνού σώματος. Σιγά τα ωά και τη σεμνοτυφία. Από την άλλη, οι καταχρηστικές αποκαλύψεις αποστερούν ερωτογενή δυναμική. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τη γλώσσα. Τα είπαμε όλα, τα λέμε όλα. Η ελευθερία νικάει τη μαγεία, τη σαγήνη, την αφροδισιακή ενοχικότητα. Αλλά όταν το κουτί της Πανδώρας έχει ανοίξει, μόνο η Ελπίδα μπορεί να μαζευτεί. Αλλά κακώς μαζεύτηκε κι αυτή. Χιόνισε και πήγε να ρίξει την κυβέρνηση. Κι ούτε μια παραίτηση. Πώς τη λένε αυτή τη στάση; Να φωνάξουμε τακορίτσια από το σχόλασμα. Αλλά έφυγαν ήδη για το φροντιστήριο των Μαθηματικών.