Ένα μνημείο για τον σύντροφο

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Η δημοτική αρχή ζήτησε από το δημοτικό συμβούλιο να προσυπογράψει μια ήδη ειλημμένη και δρομολογημένη απόφασή της: Την εγκατάσταση μνημείου αφιερωμένου στον Νίκο Μπελογιάννη, που εκτελέστηκε πριν 70 χρόνια επί εσχάτη προδοσία, στην ουσία βέβαια επειδή ήταν κομμουνιστής με παράνομη δραστηριότητα στη χώρα, για την οποία έδινε αναφορά σε εξωτερικά κέντρα.

Η τότε άρχουσα τάξη, κόντρα στις ευαισθησίες του ίδιου του πρωθυπουργού, ενός ανήμπορου Νίκου Πλαστήρα, καθώς και εκείνη έδινε αναφορά σε εξωτερικά κέντρα, τον τύλιξε με την κατηγορία της κατασκοπίας.

Τυπικά η κατηγορία ήταν ορθή, αφού ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ συνομιλούσε όντως με ξένα κέντρα από τα οποία και κατευθυνόταν, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς ένας οργανωμένος κομμουνιστής, αφού το κόμμα ήταν παράνομο, ενώ ο ίδιος πίστευε στην ιερότητα των σκοπών του, θεωρώντας τη δράση του απελευθερωτική. Συνεπώς, το 1952, τρία χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου- τουτέστιν μετά τη στρατιωτική ήττα του λεγόμενου Δημοκρατικού Στρατού, η οποία όμως δεν συνοδεύθηκε με νομιμοποίηση του ηττηθέντος, αφού παρέμενε μιαρό το να είσαι κομμουνιστής- όποιος είχε ενεργό δράση ως κομμουνιστής, ήταν υποχρεωτικά παράνομος.

Επομένως, όσοι σήμερα διατείνονται ότι ο Μπελογιάννης νομίμως εκτελέστηκε, επιδίδονται σε ένα άσχημο σόφισμα. Βέβαια, αν ο πραγματικός σκοπός του ΚΚΕ ήταν να σύρει τη χώρα μας στην ομάδα των κρατών-και των κοινωνιών- που ελέγχονταν και ποδηγετούνταν από τη Μόσχα με πλήρη αναίρεση της δημοκρατίας και των ελευθεριών, θα ήταν παράλογη η αξίωση από τον αστικό πολιτικό κόσμο (ελληνικό και ξένο) να παρακολουθήσει μια τέτοια μεθόδευση απαθώς. Αλλά αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ήταν θεμιτό να εξορίζονται ή να εκτελούνται τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, τα οποία είχαν επιχείρημα: Ούτε η αστική δημοκρατία του ’50 ήταν άμεμπτη, καθώς οι θεσμοί της άγονταν και φέρονταν από ξένους στρατιωτικούς, πολιτικούς και διπλωματικούς παρατηρητές.

Ενας από αυτούς, μάλιστα, ο Γκρέιντι, είχε δηλώσει ότι δεν του άρεσε η κυβέρνηση που είχε πάει να σχηματίσει ο Σοφοκλής Βενιζέλος, και την έριξε την ίδια μέρα, δι’ απλής δηλώσεως. Μαθαίναμε ότι δεν μας θέλουν οι αμερικανοί και πέφταμε μόνοι μας.

Ένα μνημείο για τον Νίκο Μπελογιάννη, λοιπόν. Για ποιο λόγο; Επειδή ο άνθρωπος – αδιαμφισβήτητο ηρωικό και ποιητικό στοιχείο- αποτέλεσε σύμβολο ενός ουτοπικού ιδεαλισμού που συντρίβεται από μηχανισμούς που απαγορεύουν όχι μόνο την πραγμάτωση της ιδεολογίας αλλά και αυτή την ίδια την ιδεολογία; Ή μήπως επειδή ο Μπελογιάννης ήταν παιδί και θύμα μιας Ελλάδας που ξέπλενε βιαίως τις πολιτικές συγκρούσεις και τις ιδεολογικές διαφορές; Όχι. Η δημοτική αρχή και το ΚΚΕ θέλουν να τιμήσουν τον Μπελογιάννη νέτα σκέτα επειδή εκτελέστηκε ως κομμουνιστής.

Η ανάρτηση του μνημείου, δηλαδή, έχει ως ελατήριο έναν συνδυασμό από το δράμα του ήρωα και την κομματική ταυτότητα, όπου η δεύτερη είναι αναγκαία προϋπόθεση σχεδόν πιο απαραίτητη και από την πρώτη. Μπορεί δηλαδή να τιμηθεί κανείς χωρίς να πολυδικαιολογείται από τη δράση του ή την προσωπικότητά του, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αυτό εάν δεν είναι συμβατή η παραταξιακή του θέση. Αν υπήρχε, η δημοτική αρχή ίσως και να διανοείτο να εξετάσει μήπως θα έλλειπε από την πόλη ένα μνημείο για τον Δημήτριο Γούναρη, έναν πατρινό που επίσης εκτελέστηκε στο πλαίσιο της ακραίας διαπάλης, μάλιστα χωρίς να απολογηθεί, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνει. Δεν θεωρεί ότι εμπίπτει στη δικαιοδοσία της ο αστικός κόσμος και οι μάρτυρές του.

Αυτός ήταν και ο λόγος που σχολιάσαμε την πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής με έναν δηκτικό παραλληλισμό με τους ανιάτους που φιλοξενούνται στον παρακείμενο χώρο εκείνου όπου θα τοποθετηθεί το μνημείο. Στέλεχος του ΚΚΕ εξανέστη, θεωρώντας ότι χλευάζουμε τον Μπελογιάννη. Δεν ήθελε να ακούσει ότι το σχόλιο αφορούσε την ξεροκεφαλιά του κόμματος, που αρνείται πεισματικά, με θρησκευτικότητα πρωτοχριστιανού, να δει με ευρύτητα τον ρόλο που αναλογεί σε μια δημοτική αρχή που οφείλει να εκφράζει και να υπηρετεί το όλον της ιστορίας, το όλον της κοινωνίας και να γίνεται καταλύτης για υπερβατική συνομιλία και ιδεολογική- βιωματική συνάντηση.

Προφανώς και ένα μνημείο για τον Μπελογιάννη έχει τη θέση του στον κοινόχρηστο χώρο. Αλλά είναι σημαντικό να μας ενώνει αυτό που τιμάμε και όχι να υπενθυμίζει τις διαιρέσεις μας και «τις διαφορετικές μας πλευρές στην ιστορία», μια υπενθύμιση που δεν γίνεται εν τέλει για τον Μπελογιάννη και την ιστορία, αλλά επειδή είναι αναγκαίο να υπερασπιζόμαστε τη διαίρεση και να τη διατηρούμε ανοιχτή ως ανίατη πληγή.