Ταξιτζής στα 77

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Εφτασε 77 ετών για να σκοτώσει άνθρωπο. Επτά λέξεις, μια πρόταση αμφίσημη. Αφορά τον έναν από τους δύο δράστες του φόνου του Ζακ Κωστόπουλου. Καταδικάστηκε για θανατηφόρα σωματική βλάβη κατά παραυτουργία με τον άλλο κατηγορούμενο. Αυτό σημαίνει ότι χτυπούσε ο ένας, χτυπούσε και ο άλλος, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, αλλά σαν συνεννοημένοι. Δεν ξέρουμε εάν τα χτυπήματα του ενός- και ποιού από τους δύο- αρκούσαν να προκαλέσουν τον θάνατο του θύματος ή «χρειάστηκαν» και τα χτυπήματα του άλλου. Αυτό ιατροδικαστικά δεν μπορεί να διαπιστωθεί. Αλλά επειδή καθένας από τους δράστες όφειλε να υποθέσει ότι τα χτυπήματά του μπορούσαν να έχουν βλαπτικές
συνέπειες, πολλώ δε μάλλον αφού χτυπούσαν και οι δύο, είναι εις ακέραιον υπόλογος για το θανατηφόρο αποτέλεσμα.

Το δικαστήριο είχε να διακρίνει εάν οι δράστες χτυπούσαν για να εξουδετερώσουν το θύμα ή για να το εξοντώσουν. Είχε επίσης να διακρίνει εάν το θύμα αποτελούσε πηγή κινδύνου για τους δράστες ή απλά οι δράστες τον χτύπησαν επειδή φαντάστηκαν ότι κινδύνευαν. Αλλά περπάτησε και μια άλλη εκδοχή: Οι δράστες χτύπησαν το θύμα από βδελυγμία που συνδεόταν με την κατάστασή του και την εικόνα του. Τον χτύπησαν σαν ένα είδος του ζωικού βασιλείου που τους προκαλούσε απέχθεια. Εδώ παρεμβάλλεται ένα ερώτημα που δεν μπορεί να έχει ποινικό ενδιαφέρον (ο δικαστής δεν είναι λογοτεχνικός αναλυτής ούτε ψυχολόγος ούτε οφείλει να είναι), αλλά έχει κοινωνιολογικό: Η εντύπωση ότι το θύμα ήταν
ληστής, αποτέλεσε αιτία ή καταλύτη για το ξέσπασμα; Με άλλα λόγια, τον χτυπάς επειδή παίρνεις τον νόμο στα χέρια σου ή επειδή ελλόχευε μέσα σου μια οργή για «τα αποβράσματα», πλάσματα που διαφέρουν από «τον μέσο όρο», εξ απόψεως σεξουαλικής
ταυτότητας, ύφους, αισθητικής, αντιλήψεων και αρχών, και με την αφορμή της κλοπής, σου γύρισε το μάτι;

Εφτασε 77 ετών για να σκοτώσει άνθρωπο. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ποτέ του δεν είχε την παρόρμηση, αλλά τον παγίδευσε μια συγκεκριμένη περίσταση, μέσα από μια συρροή από ερεθίσματα που ξύπνησαν μέσα του τρόμο και πάθος. Αλλά μπορεί και να σημαίνει ότι βαθιά μέσα του σωρευόταν μια οργή για «τα πράγματα που πάνε κατά διαόλου», για τον κόσμο «που διαφθείρεται και διαφθείρει», για τους θεσμούς που χρεοκόπησαν, για αποτυχίες που κάπου πρέπει να χρεωθούν, στους βουλευτές, στα κόμματα, στους
Γερμανούς, στους μετανάστες, στους γκέι που προκαλούν, στα διφορούμενα όντα που μας σοκάρουν με τη ρηξικέλευθη εξωτερίκευση, στους ανάρχες που σπάνε βιτρίνες. Μπορεί και
να σημαίνει ότι μια ζωή την πέρασε με αναστολές και φοβίες και την παρόρμηση να νιώσει μια μέρα σερίφης στη θέση του σερίφη, παλικάρι, λεβέντης, μια εκδοχή Ντε Νίρο στον «Ταξιτζή», που επιφέρει την κάθαρση στη σαπίλα της γειτονιάς.

Εφτασε 77 ετών για να σκοτώσει άνθρωπο. Άλλος στην ηλικία του φαντασιώνεται τη δύση της ζωής του στο καφενείο, στη βάρκα του ψαρέματος, στα μερεμέτια, στις βόλτες, στον καναπέ. Πριν 30 και 40 χρόνια ίσως και να ονειρευόταν γεράματα με πλούτο και σφρίγος και πλάκες με την παρέα. Αλλά τα πράγματα πήραν απρόσμενη τροπή, βλέπεις έτυχε να σκοτώσει έναν άνθρωπο με κλωτσιές, δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει, αλλά όλα έγιναν σαν
το περιπαικτικό τραγουδάκι για το νεκρό έντομο που «να το σκοτώσω δεν μπορώ, να φύγω δεν μ’ αφήνει», και τώρα θα πρέπει να περάσει μερικά χρόνια έγκλειστος κατ’οίκον, να εξηγεί στον εαυτό του πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα εκείνη τη μοιραία μέρα και να κοιμάται το βράδυ, αναλογιζόμενος ότι εγένετο διάσημος στις οκτώ δεκαετίες της ζωής του κλωτσοπατώντας έναν νέο, ανίσχυρο άνθρωπο, νομίζοντας την ώρα εκείνη πως κάνει
ανδραγάθημα μεγάλο.

Θα σκέφτεται πως έπρεπε να είχε δράσει διαφορετικά. Ισως και να ονειρεύεται ότι εκείνη την τρομερή στιγμή δεν είναι ο 77χρονος που λέγαμε, αλλά ένας νέος και ακμαίος άνδρας που ορμά και αποτρέπει έναν ηλικιωμένο να φτάσει στα 77 του και να γίνει δολοφόνος.
Εκτός αν, οργισμένος ακόμα, σκέφτεται πως δεν έπρεπε να φτάσει τα 77 για να σκοτώσει αλλά έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα, ώστε να τον σέβονται περισσότερο ορισμένοι.