Ελληνική Επανάσταση: Η Ρουμανία είχε πάντα το κλειδί

Ελληνική Επανάσταση: Η Ρουμανία είχε πάντα το κλειδί
Είναι η πρώτη φορά στη νεότερη Ιστορία της που η Ελλάδα βιώνει τόση μοναξιά. Αναζητεί συμμάχους για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό κίνδυνο και απογοητευμένη διαπιστώνει ότι οι βαλκάνιοι γείτονες φέρονται ως δορυφόροι της Τουρκίας.
Ομως τόσο στην Ελληνική Επανάσταση όσο και στους πολέμους του 20ου αιώνα η Ελλάδα στηρίχτηκε στις ελληνικές κοινότητες που ευημερούσαν τότε στα Βαλκάνια και στις συμμαχίες της με άλλους Βαλκάνιους λαούς.

Ζητώντας τη βοήθεια της Ρωσίας και ελπίζοντας στην εξέγερση και άλλων λαών της Βαλκανικής χερσονήσου ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, Ελληνας αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ξεκίνησε την εξέγερση για την απελευθέρωση των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την Μολδοβλαχία (σημερινή Μολδαβία και Ρουμανία) σύμφωνα με το σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας. Οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν.
Τον Φεβρουάριο του 1821, αβοήθητος από τους ηγέτες της Ρωσίας και Μολδοβλαχίας, ηττήθηκε στο Δραγατσάνι, όπου είχαν οχυρωθεί οθωμανικές δυνάμεις. Ο Ιερός Λόχος, γενναίων νέων, αλλά απειροπόλεμων εθελοντών, εξοντώθηκε. Ο ίδιος συνελήφθη από τους Αυστριακούς και φυλακίστηκε. Οι Ελληνες κατάλαβαν καλά πως σε αυτήν την Επανάσταση ήταν μόνοι τους. Η αρχή είχε γίνει.
Ανθηρό ελληνικό στοιχείο υπήρχε στην περιοχή της Ρουμανίας από τότε που ήταν διαιρεμένη σε Βλαχία και Μολδαβία, που ήταν αυτόνομες ηγεμονίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και διοικούνταν από Φαναριώτες. Γι’ αυτό άλλωστε η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε από εκεί. Μάλιστα το ισχυρό ελληνικό στοιχείο εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι και την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων. Η διπλωματική προσέγγιση Ελλάδας Ρουμανίας τότε αποδείχτηκε κρίσιμη για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους.
ΡΟΥΜΑΝΙΑ 1912-13
Πράγματι ο ρόλος της Ρουμανίας υπήρξε καθοριστικός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, στην προσπάθεια της Ελλάδας να αποκτήσει την κυριαρχία στη Μακεδονία, πολεμώντας ενάντια στους Οθωμανούς, αλλά και στους Βούλγαρους που την διεκδικούσαν.
Ο Βενιζέλος επισκέφτηκε τρεις φορές τη Ρουμανία.
Στη Βραΐλα υπήρχε και ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού, κτισμένη με πέτρες από την Ελλάδα.
Οι φωτογραφίες του άρθρου προέρχονται από τα επιστολικά δελτάρια της συλλογής Σωτηρίου Καμαρινού (1875-1963), φιλολόγου, γυμνασιάρχη Α΄ Γυμνασίου Αθηνών και είναι δημοσιευμένες στο βιβλίο της Δρ Δήμητρας Καμαρινού «Καρέ Ιστορίας. Αγώνες των Ελλήνων 1821-1923». Αυτοέκδοση, 2020, σελ. 94-96.
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Οντας ευφυής πολιτικός ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε επιδιώξει και είχε καταφέρει την υποστήριξη της Ρουμανίας τόσο στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, όσο και στις διαπραγματεύσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα Βαλκανικά κράτη. Συγκεκριμένα, κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, δηλαδή τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο του 1913, ο Βενιζέλος υποστήριξε την επίθεση της Ρουμανίας στη Βουλγαρία. Η επίθεση αυτή συνέβαλε στην ήττα της Βουλγαρίας, διότι ο ρουμανικός στρατός έφτασε 40 χλμ. έξω από την Σόφια, που ήταν αφύλακτη, διότι ο βουλγαρικός στρατός επιχειρούσε στο μακεδονικό μέτωπο. Σε αντάλλαγμα ο Βενιζέλος πρόσφερε την παραχώρηση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών προνομίων στους Κουτσόβλαχους της Δυτικής Μακεδονίας.
Η Ρουμανία θεωρούσε πως, επειδή μιλούσαν λατινογενή γλώσσα, μπορούσε να εγείρει ζήτημα καταπιεσμένης μειονότητας στο ελληνικό έδαφος και να προβάλει αξιώσεις.
Για αρκετά χρόνια πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους οι δύο χώρες είχαν ψυχρές σχέσεις, εξαιτίας αυτού του γεγονότος και της καταπίεσης των Ελλήνων της Ρουμανίας. Ο Βενιζέλος με την παραχώρηση προνομίων στους Βλάχους της Ελλάδας και καλλιεργώντας προσωπικές φιλίες με πολιτικά πρόσωπα της Ρουμανίας, όπως ο Τάκε Ιωνέσκου, δημιούργησε έναν σύμμαχο υποστηρικτή των συμφερόντων της Ελλάδας σε κρίσιμες καμπές της Ιστορίας της.
Ο Τάκε Ιωνέσκου, υπουργός επί των Εσωτερικών της Ρουμανίας και βλάχικης καταγωγής, έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές στην Αθήνα στις 25-28.10.1913, αμέσως μετά τη νίκη στους Βαλκανικούς πολέμους και την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης.
Οντας διανοούμενος και διηγηματογράφος ο Τάκε Ιωνέσκου θέλησε να επισκεφτεί δύο φορές την Ακρόπολη ήδη την πρώτη ημέρα της άφιξής του και τις επόμενες τα ερείπια της Ελευσίνας και τους Δελφούς.
Δυστυχώς σήμερα οι οικονομικά ανθηρές ελληνικές κοινότητες στην Ρουμανία, την Βουλγαρία, στο Μοναστήρι της Σερβίας (σημερινή Μπίτολα) και στην Βόρεια Ηπειρο έχουν συρρικνωθεί ή εξαλειφθεί και το ελληνικό έθνος δεν έχει πλέον ερείσματα στις γειτονικές βαλκανικές χώρες.
*Σειρά άρθρων βασισμένων στο βιβλίο της Δρ Δήμητρας Καμαρινού «Καρέ Ιστορίας. Αγώνες των Ελλήνων 1821-1923», Αυτοέκδοση 2020, που αξιοποίησε την αρχειακή συλλογή επιστολικών δελταρίων/φωτογραφιών από την Ελληνική Ιστορία του Σωτηρίου Καμαρινού (1875-1963), φιλόλογου, Γυμνασιάρχη Α’ Γυμνασίου Αθηνών.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Δρ Δήμητρα Καμαρινού είναι απόφοιτος του Πειραματικού Λυκείου Πανεπιστημίου Πατρών και πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών στην Εκπαίδευση για την Πολιτιστική Κληρονομιά, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία (Πανεπιστήμια Wurzburg και Bochum) και μεταδιδακτορική έρευνα στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ως υπότροφος του ΙΚΥ. Εχει αξιόλογο ερευνητικό και συγγραφικό έργο, ώστε έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών στην Αρχαιολογία (2006) και με βραβείο του Διεθνούς Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η ιστορία μιας κλοπής ή η κλοπή της Ιστορίας» (2011).

Της Δρ Δήμητρας Καμαρινού