Παιχνίδι κέντρου

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Αν δεν σε ψηφίσει το κέντρο, πρωθυπουργός δεν γίνεται. Πάνω στο δόγμα αυτό σχεδιάζεται η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως παραδέχθηκε ο ίδιος, με την ευκαιρία του συνεδρίου. Η παραδοχή αυτή έχει σχεδόν απολογητικό χαρακτήρα. Ο πρόεδρος της ΝΔ ξέρει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των οπαδών του κόμματος, δεν τα χωνεύει αυτά τα ανοίγματα.

Τα θεωρεί απομάκρυνση από την πατροπαράδοτη ιδεολογική εστία, τα τοτέμ της παράταξης και το αξιακό της πλαίσιο αλλά και την ιστορική της διαδρομή, που περνά μέσα από μεγάλες εθνικές περιπέτειες και αναταράξεις που σφράγισαν τον ρόλο των παρατάξεων και τη βιωματική αποσκευή του οπαδού. Συνεπώς, ο Κ. Μητσοτάκης ουσιαστικά εξηγεί στον οπαδό: Ξέρω ότι μουρμουράς, αλλά μόνο τα ποσοστά μας δεν φτάνουν για να έχουμε εκλογικές νίκες και να κυριαρχούμε στο πολιτικό σκηνικό. Ο πρόεδρος της ΝΔ, βέβαια, το πάει βαθύτερα: Θέλει να μετατρέψει τη ΝΔ σε σταθερό πόλο έκφρασης των δυνάμεων του ευρέος φιλελεύθερου φάσματος, διεμβολίζοντας την κεντροαριστερά, κάτι που του επιτρέπεται ευκολότερα από όσο στο παρελθόν, στο μέτρο που οι δυνάμεις του χώρου, από το ΚΙΝΑΛ- ΠΑΣΟΚ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ εμμένουν σε μια πολιτική παρωχημένης συνθηματολογίας και ιδεολογημάτων που φαντάζουν ανωριμότητες και οπισθοδρομισμός, σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής μας.

Στη τελευταία του συνέντευξη, στο «Βήμα», ο πρωθυπουργός είπε ότι η ΝΔ δεν είναι πια το συντηρητικό κόμμα που ήταν άλλοτε. Αυτό σημαίνει ότι επιχειρεί να αλώσει την αγία τράπεζα των ιστορικών της αντιπάλων, αντικαθιστώντας τους στο βάθρο της προοδευτικότητας, πρεσβεύοντας έναν εκσυγχρονιστικό και βιώσιμο προοδευτισμό που πράγματι αλλάζει την Ελλάδα και δεν εξαιρεί από τις μεταβολές κανέναν πολίτη: Παράδειγμα, η ψηφιοποίηση στην οργάνωση των υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών.

Καθώς τα λέει όλα αυτά ο Κ. Μητσοτάκης δεν παραβλέπει ότι στους αντιπάλους του προστίθεται ένας ακόμα, που είναι βεβαίως το κόμμα του. Ηταν ένα από τα κλου του συνεδρίου: Μόλις ο Αντώνης Σαμαράς είπε ότι «κεντροδεξιά χωρίς δεξιά δεν γίνεται», βάλθηκε να τον χειροκροτεί για ώρα σύμπαν το ακροατήριο, και ήταν μεγάλο. Βέβαια, όταν οι πολλοί χειροκροτούν, δυσκολεύεσαι να διακρίνεις πόσοι πολλοί είναι αυτοί που δεν χειροκροτούν. Εχει η ΝΔ τη μεγάλη, «μετριοπαθή» λεγόμενη, πτέρυγά της, που τοποθετείται μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Είναι η δύναμη του πολιτικού και ιδεολογικού ορθολογισμού, συνώνυμη του προοδευτικού φιλελευθερισμού. Ενός κόσμου που αναγνωρίζει δικαιώματα παντού, που θέλει βιώσιμη ανακαίνιση του παραγωγικού και διοικητικού μοντέλου της χώρας, και που δεν γοητεύεται από θρύλους και μύθους που επισείονται από επιγόνους των παλαιότερων πολιτικών περιόδων προκειμένου να αυτό-ηρωοποιούνται εκ του ασφαλούς, όπως στην Πάτρα, με τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στον Νίκο Μπελογιάννη.

Ο ανορθολογισμός, όπως ξέρουμε, δεν έχει πατρίδα. Μπορεί να συναντηθεί σε όλες τις περιοχές του κοινωνικού σώματος. Είναι το ρεύμα που μπερδεύει τα όρια μεταξύ επιθυμίας και δυνητικής πραγματικότητας. Θα ήθελα να μην διογκωθεί η τιμή του καυσίμου, άρα μπορούσε να μη διογκωθεί η τιμή του καυσίμου. Σαν φαινόμενο κολακεύθηκε επί σειρά ετών από το πολιτικό σύστημα, στο πλαίσιο μιας διαπαιδαγώγησης που είναι «αδελφή» των αιτιών της χρεοκοπίας.

Ο Κ. Μητσοτάκης εγκαλείται ως νεοφιλελεύθερος, ενώ στην ουσία είναι ένας φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής του ορθού λόγου. Εξελέγη αρχηγός της ΝΔ πείθοντας ότι αποτελεί φρέσκια, καλά οργανωμένη δύναμη, εκμεταλλευόμενος τη μειωμένη πειστικότητα των ανταγωνιστών, αλλά δεν έπαψε ποτέ να υποβλέπεται στο κόμμα του, όπως και η αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη, διότι δεν είναι σάρκα εκ της σαρκός του χώρου. Στο μέτρο που διατηρεί την υπεροπλία έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει να ανησυχεί, ωστόσο. Μεγάλος του αντίπαλος, όμως, είναι η ακρίβεια. Η αίσθηση ότι ο πολίτης καλείται να πληρώσει μαλλιοκέφαλα, προς όφελος μεγάλων λόμπι της διανομής ενέργειας και στοιχειωδών αγαθών, δένει ταμάμ με τη μομφή ότι ο νεοφιλελευθερισμός αφήνει τις αγορές να οργιάζουν, μια πολύ βολική ερμηνεία της πραγματικότητας.

Οι καιροί είναι δύσκολοι, έχουν μεγάλες εξάρσεις, απειλές, μεταπτώσεις. Ο Μητσοτάκης προδίδεται από τις συγκυρίες. Προσπαθεί στο μεταξύ να ρυμουλκήσει το κόμμα του σε μια προοδευτική αντίληψη, αλλά για την κοινωνική βάση της παράταξης, ο προοδευτισμός είναι παρεξηγημένος. Ευελπιστεί να πάρει την αντιπροσωπεία από το κέντρο, κερδίζει χρόνο μέχρι να αποφασίσουν και οι αντίπαλοί του τι ακριβώς πρεσβεύει το κόμμα τους, πέρα από μια «αντιδεξιά» θέση, που παραπέμπει κυρίως στην Ελλάδα του ’60. Το ενδιαφέρον με το κέντρο, πάντως, είναι ότι ενώ το διεκδικούν πολλοί και ενώ η εκλογική του βάση δίνει νίκες, δεν μπόρεσε να αναδείξει κεντρώο κόμμα ούτε μια φορά μετά το 1977. Είναι σαν το κέντρο του κόσμου: Διασχίζεις ωκεανούς και ερήμους για να φτάσεις ως εκεί, και όταν φτάσεις σε περιμένει μια κουκίδα άμμου και τίποτα άλλο.