Εκείνο το πρωί στην Κηφισιά

Ο Κωνσταντίνος Μάγνης Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος» γράφει για τον μεγάλο τραγουδιστή Δάκη.

Δεν ξέρουμε σήμερα αν επιλέγει κανείς τέτοιο όνομα, πάντως μέχρι και πριν μερικά χρόνια, εάν κάποιο αγόρι το είχαν βαπτίσει Βρασίδα μπορεί και να τιμωρούσε τους γονείς του μένοντας βουβό μέχρι τα βαθιά τους γεράματα. Τυχαίνει τα ονόματα να αποτελούν
συμπυκνωμένα ιδεολογήματα, αισθητικές φόρμες, προπαγανδιστικά σχήματα και να απηχούν συμβολικά το κλίμα μιας εποχής. Το αυτό και τα καλλιμάρμαρα μνημεία και αγάλματα, των οποίων η λευκότητα παρέπεμπε σε μια ψευδεπίγραφη αγνότητα και
καθαρότητα που ουσιαστικά αποτελούσαν αξίωση για αναίρεση της ανθρώπινης φύσης. Η αρχαιοπρέπεια των αρχών του 20 ου αιώνα ήταν συνώνυμη του συντηρητισμού και μιας καταπιεστικής, αυταρχικής προγονοπληξίας, συνεπώς ονόματα όπως Βρασίδας, Καλλιόπη, Μελπομένη, Επαμεινώνδας ήταν μέγα άχθος και αισχύνη για τους νεότερους, όπως και κάποια χριστιανικά που αποπνέουν θρησκοληψία. Αλλά αυτό είναι κρίμα, αν το σκεφτείς:

Τι φταίνε οι Μοίρες, οι Ωρες, οι γενναίοι στρατηγοί και οι ημίθεοι που τους σφετερίστηκαν τα ονόματα οι μεταγενέστεροι φανφαρόνοι της ιδεολαγνείας; Αλλά με τα ονόματα συμβαίνει και το άλλο: Το τρομερό παιχνίδι των συνειρμών. Αλλοτε σε παραπέμπουν σε έναν ανεκδιήγητο, ασουλούπωτο, ανυπόφορο θείο ή σε έναν αντιτουριστικό συμμαθητή και άλλοτε οι φθόγγοι τους ξυπνούν σχήματα χαμηλής στάθμης. Βρασίδας, ίσον βράσιμο,
ίσον νερόβραστος, ίσον θα βράσω με ένα πράσο, άρα θα μας κοροϊδεύουν. Και πράγματι μας κορόιδευαν, κάτι που κατά κανόνα σου συμβαίνει όταν κοινωνικοποιείσαι, όποιο και αν είναι το όνομα ή το επώνυμό σου. Κάτι μειωτικό θα βρουν. Το έχουν ανάγκη.

Βρασίδας,λοιπόν: Δεν φανταζόμαστε ότι ο άνδρας που έγινε σύμβολο της ρομαντικής μελωδίας της δεκαετίας του ’70, σύμβολο ο ίδιος επομένως του ρομαντισμού και της εξιδανίκευσης του έρωτα, της νεότητας, του συναισθηματισμού, έφερε το αντιηρωικό
όνομα του Λάκωνος στρατηγού, που δεν ήταν καθόλου να τον βράσεις, αντιθέτως επέδειξε απαράμιλλες στρατιωτικές ικανότητες. Εμείς τον μάθαμε- τον καλλιτέχνη, όχι τον στρατηγό- ως Δάκη, όπως και μας συστήθηκε. Αποτέλεσε έναν από τους ανεπανάληπτους πρέσβεις του «αισθηματικού τραγουδιού», όρος δικός μας, που αντλούσε την παράδοσή του από το ελαφρό, λυρικό, ερωτικό τραγούδι που γνώρισε τεράστια απήχηση τον καιρό του Αττίκ, του Σουγιούλ, του Τώνη Μαρούδα. Ηταν ένα τραγούδι που ισορροπούσε- όχι πάντα επιτυχώς- ανάμεσα στη μελωδία και το γλυκανάλατο και έσταζε αυτή την μελαγχολία που ήταν στη
νεότητα υποχρεωτική. Στην ουσία, τα τραγούδια αυτά, ενώ μιλούσαν για τον έρωτα, κόμιζαν πεισιθάνατη φιλοσοφία. Όταν μιλάς για καλοκαίρια που σου έχουν φύγει από τα χέρια και για ένα καλοκαίρι που πέρασε και δεν στάθηκε, στην πραγματικότητα ψάλλεις για τον χρόνο που κυλά και σε φέρνει πιο κοντά στην ωρίμαση και τον θάνατο, κλέβοντάς σου τα δικαιώματα της νεότητας. Κατά κάποιον τρόπο, το μελαγχολικό τραγούδι είναι
θρησκευτικότατο, γιατί αφηγείται τον επιτάφιο του εαυτού μας: Όταν όλα τα όπλα, και κυρίως η τύχη, δεν λειτουργούν, μόνη σου ελπίδα για ευτυχία είναι να βιώσεις αναδρομικά τον θάνατό σου, μπας και στάξει κανένα δακρυάκι για σένα, ή έστω για να αυτοαγαπηθείς αφού οι άλλοι δεν σου κάνουν τη χάρη.

Ο Δάκης μετακύλησε σε ένα εύπεπτο, χαριτωμένο και ασφαλώς αφελές (λατρεμένο πράγμα η αφέλεια, ωστόσο) μουσικό είδος, από αυτά που όταν το τραγούδι παίζει, άλλοι ευφραίνονται και άλλοι πλήττουν και ειρωνεύονται. Στην ουσία, άλλαξε η εποχή μας,
πήγαμε σε μια βιομηχανοποίηση της ψυχαγωγίας, που άρεσε πολύ στους πολλούς και όχι στους λιγότερους που θεώρησαν πως δουλειά της τέχνης δεν είναι να κολακεύει τον λαό, αλλά να θέτει ερωτήματα και να στραπατσάρεται, αν χρειαστεί. Βέβαια, η πρόσβαση στην
ψυχαγωγία είναι πολιτικό ζήτημα: Είναι ένας όρος της δημοκρατίας, και την πέτυχαν αρχικά τα πικάπ και τα ραδιόφωνα, και στη συνέχεια η τηλεόραση και οι υπολογιστές. Θυμόμαστε
ακόμα τις ερμηνείες με τα πλατιά στόματα και τις μεγάλες χειρονομίες. Πετύχαμε ωστόσο τον Δάκη στον χορό της Ενωσης Συντακτών, στον «Απόλλωνα». Μετρημένος, ευπρεπής, με
οικονομία κινήσεων, επαγγελματικά χαμογελαστός. Ο Πασχάλης ανέβαινε και σε κανένα τραπέζι. Ο Δάκης, αποκλείεται.

Φεύγοντας ένας ακόμα σταρ των παιδικών μας χρόνων- αναχωρούν ηθοποιοί, τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές- ανακαλούμε τα καλοκαίρια που μας έφυγαν από τα χέρια, αλλά φρενάρουμε. Ισως ορθότερο ήταν να θρηνούμε για χαμένα μεσημέρια, ξοδεμένες
άπειρες ώρες σε μια επίμονη άρνηση να κάνουμε κάτι καλό στον εαυτό μας. Αλλά τι τραγούδι να βγάλεις για δαύτο. Ή για εκείνο το δικό μας πρωί στην Κηφισιά, όπου κοιτούσαμε από εδώ, κοιτούσαμε από εκεί, δεν είδαμε κανένανε και φύγαμε.