Το ρολόι των άλλων

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Μετράς και ξαναμετράς τους παίκτες, και τους βγάζεις δέκα. Ποιος σου έχει ξεφύγει; Το κείμενο δεν θα φύγει ποτέ για το τυπογραφείο εάν δεν βρεις τον 11ο. Και αν δεν βεβαιωθείς ότι το γκολ μπήκε στο 23’. Το ρολόι σου είναι καλό να συμπίπτει με το ρολόι των άλλων. Είναι ζήτημα αξιοπιστίας. Οποιαδήποτε ρωγμή στις λεπτομέρειες μπορεί να σε τινάξει στον αέρα. Πάντα θα υπάρχει ο φίλαθλος που θα πει: «Τι γράφει ο αστοιχείωτος; Σε ποιο 23’; Στο 25’ μπήκε το γκολ. Σε ποιο γήπεδο ήταν;»

Ρεπορτάζ, εκ του ριπόρτ. Αναφέρεις. Οποιος έχει θητεύσει στο στράτευμα ξέρει πόση σημασία έχει η ακρίβεια στην αναφορά. Υπολογίζονται οι προμήθειες από δαύτην. Στοιχειοθετούνται οι θέσεις ημετέρων και αντιπάλων. Ζυγίζονται οι στρατηγικές. Αξιολογούνται οι υπολογισμοί. Τεστάρονται οι οπλισμοί και η εκπαίδευση. Μπορεί να χαθεί ακόμα και πόλεμος από μια επιπολαιότητα στην καταγραφή. Το ίδιο πνεύμα ισχύει για το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ που σέβεται τον εαυτό του. Ηταν σε ένα διήγημα του Κόναν Ντόιλ, αν δεν μας απατά η μνήμη μας, η ποταπή ερασιτέχνης, στο οποίο μια εφημερίδα αποδεικνυόταν εγκυρότερη της άλλης, διότι, αναγγέλλοντας την άφιξη ενός πλοίου στο λιμάνι, ανέφερε από πού έρχεται, με πόση ταχύτητα, ποια ώρα καταφθάνει ακριβώς, σε πόσους κόρους ανέρχεται η χωρητικότητά του, τι φορτίο μεταφέρει και πότε καθελκύστηκε. Η άλλη εφημερίδα ανέγραφε απλά ποιο πλοίο περιμένουμε και πάνω κάτω τι ώρα θα το δούμε.

Ζήσαμε τον Νίκο Βώρρο σε παρακείμενα γραφεία. Ο Νίκος Βώρρος υπήρξε ίσως ο τελευταίος εν ζωή υπηρέτης του σχολαστικού αθλητικού ρεπορτάζ. Ενας ήρεμος, μεθοδικός, υπομονετικός κυνηγός της πληρότητας των στατιστικών στοιχείων, που έκανε με συνέπεια τη δουλειά του ανεξάρτητα από τη βαθμίδα της κατηγορίας των ομάδων. Είτε μιλούσαμε για την Παναχαϊκή είτε για το τοπικό πρωτάθλημα των καφενειακών-συνοικιακών συλλόγων, οι ενδεκάδες θα δημοσιεύονταν πλήρεις, όπως και οι αλλαγές, στα σημεία όπου έγιναν, και φυσικά θα υπήρχε πιστότητα στο σκορ, στους σκόρερ, αλλά και τους χρόνους όπου η μπάλα σταματούσε στα δοκάρια. Μπροστά του είχε μια στοίβα από παραδοσιακά χειρόγραφα (φτηνό χαρτί πιεστηρίου, κομμένο από μηχανή σε διάσταση 25χ15)τα οποία γέμιζαν με αναφορές, γραμμένες με τα μεγάλα γράμματα που συνηθίζουν όσοι πάσχουν από λανθάνουσα πρεσβυωπία, αλλά και επειδή τα προορίζουν για αρχισυντάκτες και λινοτύπες που πάσχουν από πρεσβυωπία εκείνοι, με αράδες αραιογραμμένες, ώστε ο επιμελητής να μπορεί να κάνει διορθώσεις, ενώ η γραφή ξεκινούσε σε απόσταση από την κορυφή του χαρτιού, γιατί έτσι και πιανόταν από την τσιμπίδα του λινοτύπη, να μπορεί εκείνος να δακτυλογραφεί χωρίς βασανίζεται στις πρώτες γραμμές.

Το φτηνό αυτό χαρτί ήταν απολύτως αναλώσιμο, οι μουντζούρες ήταν ανεπιθύμητες γιατί κούραζαν τους τεχνικούς, με το πρώτο λάθος το χειρόγραφο το ξεφορτωνόσουν, και μάθαινες στην πορεία να γράφεις χωρίς λάθος: Προπονούσες το μυαλό σου ώστε η φράση να σε έχει επισκεφθεί και να βρίσκεται στα δάκτυλά σου, ενώ ήδη σκεφτόσουν την επόμενη. Αλλά το αθλητικό ρεπορτάζ ήταν εχθρός της περισπούδαστης γραφής- ο Νίκος Βώρρος ούτε που είχε διανοηθεί να συντάξει έστω και μία τέτοια- γιατί η δουλειά ήταν να απευθύνεις απλές- αλλά έγκυρες- πληροφορίες σε απλούς αναγνώστες. Επαιξαν οι. Διακριθέντες ήταν οι. Σφύριξαν οι. Σκόραραν οι. Στο αθλητικό ρεπορτάζ κατά κανόνα εμπλέκονταν άνθρωποι με λατρεία στην ατμόσφαιρα του γηπέδου, που δεν τους έφτανε η κερκίδα: Ηθελαν και την ατμόσφαιρα του αποδυτηρίου. Δεν είχαν οι ίδιοι την ικανότητα ή τις ευκαιρίες να καταξιωθούν και να αποθεωθούν με κοντά παντελονάκια. Μπορούσαν να μετέχουν στα δρώμενα χάρη στην περιέργειά τους και τη δεινότητά τους να τρυπώνουν στα σημεία που ήταν οι κόμβοι του αθλήματος. Στην προπόνηση, το παρασκήνιο, το στέκι των παραγόντων. Και βέβαια λάτρευαν την αθλητική περιγραφή, την εφημερίδα, το πρωτοσέλιδο, την εκπομπή, την εικόνα, τη δυνατότητα να απασχολήσει η υπογραφή σου ή η μορφή σου ένα ολόκληρο, παλλόμενο κοινωνικό στερέωμα.

Ο Νίκος Βώρρος υπηρέτησε τη λιτή, τη λαντζέρικη εκδοχή του ρεπορτάζ. Είδηση, γεγονός, ονόματα, χωρίς φρου φρου που οι παλιοί τα κορόιδευαν, τα θεωρούσαν ελιτίστικες, αυτάρεσκες εξυπνάδες- και σε μεγάλο βαθμό είχαν δίκιο. Αμέτρητα χειρόγραφα που σκόρπισε η ζωή του στα πόδια του πλάι, τα πόδια του που έγερναν κάπως ανορθόδοξα καθώς προσπαθούσε να ακινητοποιήσει το σώμα του, ώστε να μπορεί να τηλεφωνεί και να γράφει. Σαν τους παλιούς χρυσοθήρες, όταν το φίλτρο του κάποια στιγμή αιχμαλώτιζε το διαμαντάκι της ημέρας, μια καλή μεταγραφή, τις αποφάσεις του προέδρου και του κώουτς, βραδινά ποδοσφαιροραντεβού, το βλέμμα του άναβε από ικανοποίηση, χωρίς να ακούει μπράβο: Είχε μάθει να ζει χωρίς αυτό. Το μπράβο του το έδινε η πληρότητα, η εγκυρότητα, η συντήρηση της σχέσης με τον κόσμο, τον αναγνώστη, τον πατρινό, τον αθλητικό παράγοντα, τον ποδοσφαιριστή, την κερκίδα.

Το βράδυ του Σαββάτου μάθαμε ότι η άμμος στην κλεψύδρα άδειασε και στο τελευταίο της σπιθαμιαίο πετραδάκι. Αραγε πόσοι έμειναν που να είναι σε θέση να κάνουν την περιγραφή της ζωής του Κύριου Νίκου; Πόσοι άνθρωποι, στο τέλος του δευτέρου ημιχρόνου μας, μπορούν να κάνουν το ρεπορτάζ του βίου μας, με ακρίβεια, πιστότητα και βάθος; Η αλήθεια του ρεπορτάζ έχει και ψέμα μαζί. Πίσω από τα λεπτά, τις συνθέσεις, τα στατιστικά, είναι η ουσία της ψυχής του ανθρώπου, αλλά αυτή η αλήθεια δεν ενδιαφέρει την ιστορία εν τέλει. Ησουν Ο. Εκανες Το. Ηρθες Το. Εφυγες Το. Όλα τα άλλα τα ξέρει ο ποιητής, αλλά ποιος τον ρωτάει αυτόνε;

Φθηνό είναι το χαρτί μας.