Η νέα on-line ζωή: Ο απρόσεχτος χρόνος

ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΓΑΛΑΝΗ *

Ατέλειωτες μέρες. Ολα συνέβησαν από μακριά, ασώματα. Τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεπικοινωνία, τηλεαγάπη – άκου τηλεαγάπη! Το πιο παράξενο πράγμα αυτήν την περίοδο ήταν η παρουσία μου σε έναν γάμο στο Zoom!
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι πολύτιμο θα παραμείνει στο χρόνο, είπα αντί για ευχή στους νεόνυμφους. Έκλεισα το laptop κι έκλαψα σπαρακτικά ως το ξημέρωμα.
Σήμερα το πρωί έληξε το lock down. Ντύθηκα γιορτινά, φρόντισα επιμελώς, τα πρησμένα από το κλάμα της νύχτας, μάτια μου και κατέβηκα την Λόντου, γλιστρώντας. Κάτι η βροχή, κάτι οι ολισθηρές μου σόλες έφτασα στη διασταύρωση με την Παντοκράτορος. Συνέχισα. Βάδιζα με δυσκολία. Περπάταγα κι έκλαιγα ξανά, χωρίς να γνωρίζω την αιτία.
Στο γωνιακό μπαρ χαιρέτησα το κορίτσι των καφέδων. Ένας δαιμονικός θόρυβος από καρούλια που τρέχουν με χίλια ακούστηκε να έρχεται από ψηλά. Ισα που πρόλαβα τελευταία στιγμή να ανέβω στο πεζοδρόμιο και γλύτωσα. Ο Χρόνος πέρασε ξυστά με πατίνια. Εκανε απρόσεχτα να στρίψει κι έσκασε με τη μούρη στην τζαμαρία του κρεοπωλείου. Κομμάτια βοδινά, μια γουρουνοκεφαλή και ξεπουπουλιασμένα κοτόπουλα, όλα μαζί μια μπάζα κι ο πανδαμάτωρ ανάμεσα τους καταματωμένος. Πήγα κοντά.
Θες βοήθεια; ρώτησα.
Σήκωσε με τα χέρια από κάτω το κεφάλι του που το ‘χε κόψει πέρα για πέρα το τζάμι και το ‘βαλε με αργές κινήσεις στην κορφή του αυχένα. Ανάποδα.
Ω! θα με περιθάλψετε, ειρωνεύτηκε.
Ανάποδος, είσαι ανάποδος, είπα.
-Ουπς, είπε αυτός και τράβηξε με βία το κεφάλι να το ξαναβάλει στη σωστή θέση. Πίδακας το αίμα του, ανέβαινε ψηλά στα δυο μέτρα και έπεφτε ποτάμι στον κατήφορο προς τη Γούναρη.
Οι φωτεινές γιρλάντες που ενώνουν τα δυο απέναντι πεζοδρόμια της Γερμανού ξεκίνησαν σαν σειρήνες πολέμου να ουρλιάζουν. Το κορίτσι άφησε τους καφέδες. Γδύθηκε στη μέση του δρόμου κι άρχισε ηδυπαθώς να χορεύει. Τα εντόσθιά της ξεχύθηκαν από τον αφαλό της, στο δρόμο. Η άσφαλτος ξεκόλλησε και μαζεύτηκε ρολό. Περιτύλιξε το συκώτι, τον σπλήνα, τα νεφρά, τα επινεφρίδια, τη μήτρα. Τα έντερα δέθηκαν φιόγκο. Ολοκλήρωσαν το αμπαλάζ. Η καρδιά της πρόλαβε και γλύτωσε. Σιωπηλή κι απροσχημάτιστα ερωτική συνέχιζε να πάλλεται στην άκρη, στο ρείθρο του πεζοδρομίου.
Πλησίασα, έσκυψα, τη σήκωσα. Το ευαίσθητο χάος του μυαλού μου άρχισε να τρέχει από το δεξί μου μάτι νεράκι γάργαρο. Ενώθηκε με το κόκκινο ποτάμι, – το αίμα του χρόνου, που πήρε να γίνεται κοριτσίστικο ροζ και να κυλάει ήρεμα στην κατηφόρα.
Οι καμπάνες του Παντοκράτορα ακούστηκαν να χτυπούν αμέριμνα.
Αχ! χρόνε απρόσεχτε, ψιθύρισα κι έφραξα με τη δεξιά παλάμη το μάτι μου.
Εκανα μεταβολή και ξαναπήρα την ανηφόρα για το σπίτι.
* H Μάρω Γαλάνη είναι χορογράφος – ερευνήτρια της Performance, πανεπιστημιακός.