Η νέα on-line ζωή: Ματαίωση προγραμματισμού

ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΙΔΗΡΑ *
Παρασκευή απόγευμα. Σαν έτοιμος από καιρό, έκλεισε το τηλέφωνο, σχεδόν χωρίς αγανάκτηση. Αδελφικός φίλος σου λέει. Θα τον διαγράψει. Delete ψυχικό, καιρό τώρα εκπαιδεύεται, είναι σε θέση. Ξαναγύρισε στον υπολογιστή ανακουφισμένος. Κατάρτισε το πρόγραμμα του ΠΣΚ. Μια σειρά μυθοπλασίας και μια σειρά ντοκιμαντέρ για την πάσχουσα ανθρωπότητα, Netflix και Ertflix αντίστοιχα. Θ’ αρχίσει από τη μαύρη ήπειρο. Από μικρό τον ήλκυε η καυτή έρημος. Καραβάνια και Τουαρέγκ, η φυλή με τα μπλε μάτια. Σαν έτοιμος από καιρό, τηλεφώνησε στη φίλη του. Οχι, ο καιρός δεν ενδείκνυται για Μαίναλο, είχε ήδη διασταυρώσει μετεωρολογικά sites. Ούτε να βρεθούν, καμία ανάγκη, μα αυτό ακριβώς είναι ο στόχος. Να αποδεσμευτούμε απ’ την ανάγκη. Ελεύθεροι, αποφασίζουμε. Κανένας λόγος στεναχώριας. Θα βρεθούνε εξάλλου στο Μesseger. Σαν έτοιμος από καιρό, κατάρτισε τα ψώνια της εβδομάδας. Δεν αντιστάθηκε σ’ ένα ζακάρ πουλόβερ που κάτι αμυδρά ανακινούσε στη μνήμη του από τα 70’ς. Μααάλιστα, ίσως τις φωτογραφίες των γονιών του στο τζάκι ή τους φοιτητές. Τόσα αφιερώματα για το Πολυτεχνείο έχει δει. Θα διορθώσει και τις μαθητικές αποστολές στο e class και μετά, τέλος. Ελεύθερος. Δε θα στοιχειώσουν κιόλας τα παιδιά την ζωή του. Θα διαβάσει και τα on line νέα. Βασική παράμετρος κοινωνικότητας. Κάπως να νοιαζόμαστε για τον διπλανό μας, τέλος πάντων.
4:30΄, αρχές Δεκέμβρη, ο ήλιος παίζει τη διαπασών του. Κοιτάζει την αντανάκλαση στο τζάμι, παρανοϊκό ψηφιδωτό, χρυσό και σκούρο κατά τόπους από τα φύλλα του αστικού δέντρου που έφτανε ώς το 2ο όροφο. Εκλεισε το αρχείο με τις μαθητικές προσπάθειες και συγκεντρώθηκε στον σπασμό μιας τρελής ακτίνας. Του φάνηκε πως σ’ ένα ελάχιστο χρονικό κλάσμα σχηματίστηκε το πρόσωπό του στην οθόνη. Εστρωσε τα μαλλιά του και, καθώς σηκωνόταν, σα να είδε στο σκοτεινό πλέον pc του έναν μαθητή του από τα παλιά. Δε θα σας ξεχάσω, κύριε, του είχε πει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας, λες, να διαλύσει την εικόνα. Κάθισε στον καναπέ. Το φως, ολοένα πιο έγχρωμο, συνέχιζε το δειλινό του κονσέρτο. Κράτησε τότε την ανάσα του, καθώς είδε να σχηματίζεται το πρόσωπο του παππού του, μετά της αδελφής του που έφυγε για Κύπρο, κατόπιν της Κυριακής, του μεγάλου φοιτητικού του έρωτα. Τέλος, είδε, ακριβώς μπροστά στα πόδια του να σκάει τ’ ακρογιάλι των νεανικών του διακοπών.
Εκλεισε ερμητικά τα μάτια ελπίζοντας να δώσει τέλος στης φωτοσκίασης την απατηλή ζωή. Οταν έξαλλος έτρεξε στο μπάνιο να διώξει τις φανταστικές επισκέψεις με ρίψεις νερού στο πρόσωπό του, δεν το έβρισκε. «Εχασα το πρόσωπό μου» ψέλλισε και γονάτισε στο πάτωμα.

* Η Μαίρη Σιδηρά είναι φιλόλογος.