Κρατούσαμε μικρό καλάθι

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος»

Τελειώνει το πρώτο μέρος, προηγείσαι με 4 πόντους. Τους δίνει οδηγίες ο προπονητής τους, δίνει οδηγίες στους δικούς μας ο δικός μας προπονητής, μπαίνουν μέσα στο β’ μέρος οι ομάδες, μας βάζουν οι δικοί τους είκοσι πόντους, βάζουν οι δικοί μας έναν. Και ρωτάμε ευλόγως: Τι οδηγίες δόθηκαν εκατέρωθεν; Ποιος θα μας εξηγήσει; Γιατί οι σπορκάστερ που όλα τα ξέρουν και ακαταπαύστως ομιλούν στη διάρκεια των αγώνων με ενθουσιασμό και οίστρο σαν να περιγράφουν τα Μάχη στα Δερβενάκια, δεν μας κατατόπισαν ώστε να μπούμε στα μυστικά του αθλήματος και εμείς οι αδαείς;

Βάλθηκε ο αγώνας στο β’ μέρος να να μας θυμίζει τον  στίχο όπου οι δικοί μας καλάρουνε μα δεν βγάζουν ψάρια, καλάρει ο Ζέπος και βγάζει δίποντα και τρίποντα, κι αν υπήρχαν και τετράποντα θα τα κάλαρε κι αυτά ο Ζέπος, είχε πάρει φόρα ο Ζέπος και ήταν έτοιμος να μας καλάρει όλους, ενώ οι δικοί μας ακόμα και να στέλνανε τη μπάλα στο καλάθι με κούριερ, συστημένο, η μπάλα δεν θα έφτανε ποτέ. Και πιάνουμε τον εαυτό μας νυχτιάτικα αγανακτισμένο να θέλουμε να μπουκάρουμε στο γήπεδο  και να πιάσουμε κάθε παίκτη από το σβέρκο, ρε φίλε, είσαι δύο μέτρα και πέντε εκατοστά, το φιλέ σου γαργαλάει τη μύτη, και έχεις τη μπάλα, βάλε τη ρε φίλε μέσα στο καλάθι. Τι σου είπαμε; Σου ζητήσαμε να βάλεις το μπαλάκι του γκολφ από την εκκίνηση στην τρύπα, πεντακόσια μέτρα απόσταση; Όχι. Στο γκολφ τον σεβόμαστε τον παίκτη. Από τρύπα σε τρύπα παίρνεις αστικό λεωφορείο. Για να ρίξει την τελική μπαστουνιά ο παίκτης,τρία μέτρα από την τρύπα, κάθεται και φερμάρει την τρύπα όπως οι σκακιστές που σκέφτονται σαράντα λεπτά και μετά παίρνουν το πιόνι και το προχωράνε ένα τετράγωνο, και μετά σκέφτεται ο αντίπαλος άλλα σαράντα λεπτά, τι διάολο θέλει αυτό το πιόνι και πού να πορεύεται, γιατί κούνησε αυτό το πιόνι και όχι τον ξάδελφό του, τον Μπάμπη, που καταταχτήκανε μαζί πριν ένα μήνα, όταν και ξεκίνησε η παρτίδα;

Και προχωράει ο αγώνας και οι Γερμανοί βάζουν καλάθι σε κάθε σουτ που κάνουν, όπως γίνεται με τα ντρόουν, που τα κατευθύνεις με έναν μηχανισμό, και εμείς δείχνουμε σαν να έχουμε αναπτύξει σύνδρομο ωχράς κηλίδος. Να, τώρα, λες, η ομάδα θα αφυπνιστεί, διότι η Ρωμιοσύνη πετιέται από ξ’ αρχής και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου, αλλά τα δευτερόλεπτα τρέχουν και τη Ρωμιοσύνη την πλακώνει η φοβέρα και η σκλαβιά. Και μετά μας κάνει και ο εγχρωμάκος ο Γερμανός χειρονομία και γελάει και πιάνεις τον εαυτό σου να προσεύχεσαι να τους τελειώσει το φυσικό αέριο και να τους βρουν την  άνοιξη όπως είχαν βρει τον Τζακ Νίκολσον στο τελείωμα της Λάμψης παγωμένο σαν το αρνί που το βγάζουν από το ψυγείο για να το πάρουμε για τη σούβλα αντί να το πάμε για μάθημα οδοντιατρικής.

Το παιχνίδι τελειώνει. Εξακολουθείς να έχεις τα μάτια στην οθόνη και να διερωτάσαι πόσο ακριβή μπορεί να ήταν και εμποδίστηκες να τη σπάσεις. Μπαίνουν μετά διαφημίσεις και ορκίζεσαι στη ζωή σου ολόκληρη όποτε βλέπεις στο σούπερ μάρκετ το προϊόν που διαφημίζεται , να γκρεμίζεις τα ράφια κάτω. Και ύστερα μένεις να συλλογίζεσαι τι είναι αυτό που σε κάνει να εξοργίζεσαι τόσο πολύ στις αθλητικές συναντήσεις, γιατί το παιδί μέσα σου ξεκλειδώνει το κελί του με αυτές τις προφάσεις και σου επιβάλλεται με πάθος, αφιόνισμα και γελοία παραπονίτιδα στις νίλες, ων ουκ έστι αριθμός από όσες έχεις φάει, και δεν λες να εξοικειωθείς, όπως το έχεις πετύχει τόσα και τόσα φαγητά που κάνουν καλό στον οργανισμό και που ο οργανισμός δεν θέλει να τα βλέπει και να τα μυρίζει.

Κλείνεις την τηλεόραση . Είσαι πιο ήρεμος τώρα, όσο ήρεμος και ο Μίστερ Χάιντ, πηδάς από το μπαλκόνι στον δρόμο, βγαίνεις και στραγγαλίζεις μερικούς περαστικούς, αλλά πέφτεις στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη που είναι πιο ζοχαδιασμένος, γιατί η Μπαγερν έριξε δύο παστέλια στη Μπαρτσελόνα και είναι μπαρτσεληνιασμένος. Γιατί ρε ρεμπεσκέδες μας ξυπνάτε το σύνδρομο της χαμηλής αυτοεκτίμησης; Πότε θα ξεμπερδέψουμε με δαύτο;