Πόλεμος και Ειρήνη

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για την Ειρήνη Παππά

Δύο ωραίες γυναίκες, ψηλές, επιβλητικές, αλληλοσυμπληρούμενες,  η μια μελαχροινή και σκουρόδερμη, μια φιγούρα Μπουμπουλίνας, η άλλη ξανθιά, γλυκιά, ανοιχτόχρωμη και κάπως αιθέρια, μια Μέρι Πόπινς εν αποστρατεία. Βάδιζαν αγκαζέ σε μια ανηφόρα του Κολωνακίου. Η μία ήταν η Ειρήνη Παππά, η άλλη η Μάρω Κοντού, και εμείς χαζεύαμε το θέαμα αυτό, η ενσάρκωση μιας εποχής του ελληνικού σινεμά με δύο διαφορετικές εκφάνσεις, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Η εικόνα δεν μας έφυγε από τη μνήμη. Είναι πράγματα που δεν ξεχνάς ποτέ και άλλα που αδυνατείς να θυμηθείς, αλλά είναι αναγκαία για τη δουλειά σου και την καθημερινότητά σου, αλλά βλέπεις ο εγκέφαλος επιμένει να συγκρατεί κυρίως εκείνα που χαράσσονται στη συνείδηση εκμεταλλευόμενα τη δεκτικότητά της, η οποία δεν είναι ερμηνεύσιμη. Ναι, το να δεις στον δρόμο την Παππά με την Κοντού, ή τον Φαίδωνα Γεωργίτση ή τον Ντίνο Ηλιόπουλο, είναι φυσιολογικό να μην το ξεχάσεις ποτέ. Αλλά όχι και να μην ξεχνάς την ομάδα των Τρικάλων του 1970.

Η Ειρήνη Παππά. Δεν περιμένετε από μας να μιλήσουμε για την καλλιτεχνική της αξία, για τη διαδρομή της, την προσωπικότητά της, τη λάμψη και την ακτινοβολία της ή τα προσωπικά της, αυτά γράφτηκαν ήδη από τους καταρτισμένους και τους ειδικούς, και ήταν τα αρμόζοντα. Η Παππά, πέρα και παράλληλα με αυτά, ήταν- όπως και η Μερκούρη ή ο Θεοδωράκης- ένα εξαγώγιμο είδος της ελληνικής ανθρωποπανίδας τον καιρό που ο δυτικός κόσμος ανακάλυπτε τη νεότερη Ελλάδα, των ζορμπάδων, του μπρίου, των χυμών της ζωής, ένα πληθυσμιακό κοίτασμα της μεταπολεμικής εποχής που συνδύαζε λεβεντιά με γενναιότητα και ζωντάνια.

Η Ειρήνη Παππά ανήκε στην τάξη των ελληνίδων που στόλισαν την ελληνική ζωή μέχρι και πριν μερικά χρόνια προσωποποιώντας το μοντέλο της λεγόμενης αρχοντογύναικας. Επιβλητικές αλλά και ερωτικές, αριστοκρατικές αλλά και μόρτισσες όπου χρειαζόταν, ευαίσθητες αλλά και δυναμικές, με ατσάλινες, γρέντζες φωνές, σαν ιέρειες τραγωδίας αλλά και φιγούρες του ελληνικού γλεντιού. Φινέτσα και καλώς νοούμενη λαϊκότητα, επιτηδειότητα και στο σαλόνι και στο λιμάνι, πληθωρικότητα, αγέρωχη κορμοστασιά, και πολύ συχνά μπόι σημαιοφόρου, που θα φόβιζε τον αρσενικό και πού ή θα τον έδιωχνε ή θα τον κατακτούσε. Το τσακμάκι που έβαλε φωτιές στις δεκαετίες από 1940 έως και ’70, έχασε προοδευτικά τη σπίθα του και το είδος αυτό εξέλιπε ή χλώμιασε. Ποιος ξέρει, ίσως και να σκιάστηκε κάτω από την επιτήδευση και τον πληθωρισμό της τσάμπα μαγκιέν ελευθεριότητας που ξεχύθηκε στο πεζοδρόμιο, στην πίστα, στο τηλεοπτικό σήριαλ. Ή μπορεί να χάθηκε η αρμονική σύνδεση αστικού κέντρου και κεφαλοχωριού (καταγωγή και εγκατάσταση) που γεννούσε διττά θηλυκά στοιχεία- αμαζόνες. Η αρχοντιά και το ατζάρδο, έγιναν σκέτος θόρυβος και προπέτεια. Η εποχή μας βγάζει πλέον άλλα μοντέλα ταλαντούχας και αξιόλογης Ελληνίδας, εργάτριες της ζωής, της σκηνής, της επιστήμης, ακούραστες και πείσμονες. Σήμερα, όσο και αν κοιτάει το μάτι μας τις ανηφόρες των αστικών κέντρων, καμιά Μπουμπουλίνα δεν θα δούμε, κι ας πάει κι έρχεται κόσμος, φορτωμένος με σακούλες, αγχωμένος, βιαστικός, ιδρωμένος, σκεπτικός και εν τέλει κλεισμένος στους τοίχους  μεταξύ σταδιοδρομίας, οικογένειας, τηλεόρασης, ολιγοήμερων διακοπών. Βρήκαμε ειρήνη, χάσαμε την Ειρήνη.