Φσσστ, μπόινγκ

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για τον ελληνικό κινηματογράφο

Δεν είναι ο άνθρωπος Μάρθα Καραγιάννη. Είναι ο εαυτός μας που αναπολεί την εποχή που έπεφτε μαγική σκόνη από την οθόνη, κυρίως των θερινών σινεμά, τον καιρό που παίζονταν οι ταινίες με τη Μάρθα Καραγιάννη, και όλη εκείνη την πρόσχαρη παρέα της Φίνος ΦΙλμς και των άλλων στούντιο, που ξεχυνόταν στο πανί με κιθάρες και αυτοκίνητα και μηχανάκια, στο κέντρο, στις γειτονιές, στα περιφερειακά της Αθήνα και την ύπαιθρο της Αττικής, με τη Ρένα Βλαχοπούλου να τραγουδάει για την Αθήνα και τις χάρες της, ενώ σήμερα ει και πει μια Ρένα να σηκωθεί από το κάθισμα να τραγουδήσει το τραγούδι εκείνο, θα σβερκωθεί, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα ακουστεί μέσα στην κίνηση της Αττικής Οδού.

Να πεις πως όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν υπάρξει ηθοποιοί σβέλτοι σαν τον Βουτσά, ηθοποιές με τρία μέτρα πόδι σαν τη Λάσκαρη ή μούτρα σαν του Παπαγιαννόπουλου και του Σταυρίδη, παιδιά ταλαντούχα, ικανά για χορό και τραγούδι, σπουδαγμένα σύγχρονη κινησιολογία και τα ρέστα, σάμπως δεν υπάρχουν σεναριογράφοι και παραγωγοί ή λες και δεν μπορεί να γυρίσει κανείς ταινίες ωραία και μεγάλα φωτισμένες; Αλλά τότε γιατί δεν βλέπουμε έργα σαν και εκείνα που μας έχουν φυλακίσει την ψυχή και τη μνήμη; Αλλαξαν τα τοπία, βλέπεις, αλλάξαμε κι εμείς, γίναμε βαρείς, ζούμε στον πολιτισμό του διαμερίσματος και της πηγμένης καθημερινότητας, ακρογιαλιές- δειλινά δεν υπάρχουν στα χρώματα, τα πεύκα και τους ήχους του παλιού καιρού, οι κούρσες που κουβάλαγαν τον κόσμο στην ωραία Πλατανιά μας δεν είναι πλέον ένα έκτακτο γεγονός.

Και βέβαια δεν έχουμε μόλις αποδράσει από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο και έναν εμφύλιο με την καρδιά μας ανοιχτή σε ρομαντισμούς, φεγγαράδες, αθώα φλερτάκια, μπουζουκάκια της αυλής, παρτάκια με 45άρια του βινυλίου, και μια προσχώρηση σε μια τσαχπίνικη απελευθέρωση των ηθών, των ντυσιμάτων, των συμπεριφορών, στο μεταίχμιο μεταξύ ξεπετάγματος, ερωτισμού, συμβιβασμού, προσγείωσης, σκοτεινιάσματος. Είναι η εποχή όπου η χώρα, οι πόλεις, οι γειτονιές, τα ακούσματα, οι διασκεδάσεις μετασχηματίζονται.

Είμαστε ακόμα αθώοι, στον δρόμο που οδηγεί από τη στέρηση στην απενοχοποίηση, η αστυφιλία μετατρέπει τις πόλεις σε μεγάλες οθόνες και πίστες όπου προβάλλεται η εξέλιξη του εγχώριου καταναλωτισμού.

ΤΕΛΟΣ: Τα πικρά αυτά γράμματα που σήμαιναν ότι «δεν έχει άλλο», θα έπρεπε να αποχωρήσουμε με αργόσυρτα βήματα για το σπίτι ή να κλείσουμε την ασπρόμαυρη τηλεόραση, έχουν ήδη από το φινάλε της παιδικής μας ηλικίας σφηνωθεί στον ουρανό, τώρα πλέον χαζεύοντας τις ταινίες εκείνες, βλέπεις ρηχότητες, ευκολίες, ατέλειες, και πολλή σαχλαμάρα να λερώνει τα σπιρτόζα παιξίματα. Ουσιαστικά, βλέπεις τον εαυτό σου παιδί: Ώστε όλα αυτά ήταν χαζά; Μια σκηνοθεσία μουσικοχορευτικής ευτυχίας;

Ο,τι κι αν ήταν, δεν ήταν τόσο η δράση που νοσταλγείς, αλλά το φόντο, τους άδειους δρόμους, τις ελεύθερες παραλίες, τα ζαχαροπλαστεία της πορτοκαλάδας και του προφιτερόλ, τα παγωτά της μιας δραχμής, τους κυρίους με τα γκρι κοστούμια, τις κυρίες που φέρνουν τη μοδίστρα στο σπίτι, τις φωνές από τα μπαλκόνια, την ευχέρεια του ήλιου να φωτίζει την πόλη χωρίς τρικλοποδιές από τα πολυόροφα κτίσματα.

ΤΕΛΟΣ, δεν έχει άλλο, δεν έχει άλλο εδώ και καιρό. Ετσι κι αλλιώς δεν κράτησε και πολύ, καμιά δεκαριά χρόνια κρατά η παιδικότητα, ο ίδιος ο Βουτσάς πολέμησε μέχρις εσχάτων για να την υπερασπιστεί, ένα φσσσστ μπόινγκ η ζωή του, πλέον δεν έχει νόημα να τα βλέπεις και να τα ξαναβλέπεις αυτά, διότι η μηχανή της προβολής μπορεί να γυρίζει την ταινία προς τα πίσω, αλλά η ζωή δεν μπορεί να το πετύχει αυτό, μένεις να βλέπεις το ίδιο και το ίδιο έργο, ενώ ο χρόνος σε μακιγιάρει όλο και όλο, σε σκάβει, σε αφυδατώνει. Τουλάχιστον, έμαθες τα λόγια σου, επιτέλους.

H μηχανή της προβολής
Κρύβει τους πόθους της φυλής
Δάκρυ, φιλί
Γέλιο πολύ

Κόψε χασάπη τον κιμά
Για να τον κάνεις σινεμά
Χρώμα φωνή
Σ΄ άσπρο πανί

Το έργο παίζει
Και νιώθω αστέρι
Που πάει χαμένο
Σ’ αυτά τα μέρη

Διάλειμμα κάνει
Ανάβουν φώτα
Και η ζωή μου
Είναι σαν πρώτα

Στη μηχανή της προβολής
Γρήγορα τρέχα να κρυφτείς
Σε μια σκηνή
Για μια ζωή

Παρέα θάχεις θρυλική
Μια εταιρεία φιλική
Μαζί ξανά
Στο πουθενά

Το φιλμ κυλάει
Μαζί σε παίρνει
Μια σερπαντίνα
Ο αέρας φέρνει

Κι όταν τελειώσει
Ξανά αρχίζει
Γιατί η πλατεία
Πάλι γεμίζει
(ΧΑΣΑΠΗ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2007, Καρναβαλικό Κομιτάτο)