Μια γυναίκα φεύγει

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για τη βασίλισσα Ελισάβετ

Εκατομμύρια άνθρωποι πήγαν στην κηδεία της Ελισάβετ και βούρκωσαν γι’ αυτήν, χωρίς να την ξέρουν καθόλου. Η εκλιπούσα ήταν ο πλέον άγνωστος πασίγνωστος άνθρωπος της ιστορίας. Αναγνωρίσιμη σε όλον τον πλανήτη, αξιοσέβαστη και λατρεμένη στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου, υποχρεώθηκε – είτε από το πρωτόκολλο είτε από τον χαρακτήρα της είτε από την αντίληψή της για το καθήκον και από αίσθημα ατομικής αφοσίωσης προς τον θεσμό του οποίου κληρονόμησε την βαριά προσωπική   ευθύνη- να κρατήσει τον εαυτό της μακριά από τον κόσμο.  Με απλά λόγια, η βασίλισσα Ελισάβετ δεν ήταν η Ελισάβετ όπως η ίδια ήξερε ότι ήταν, αλλά ήταν μια γυναίκα προορισμένη για βασίλισσα που υπηρέτησε τον ρόλο ως ηθοποιός 24ώρου εφημερίας.

Γιατί έτσι κατανοούσε την ιδιότητα της βασίλισσας και είχε την αυτοπειθαρχία να το φέρει σε πέρας. Αν υπέφερε από αυτό ή όχι, ελάχιστοι μπορούν να το γνωρίζουν, αλλά το πιθανότερο είναι πως η ιδιότητα που έφερε είχε διαποτίσει το είναι της. Γιαγιά βασιλέων, κόρη ενός φιλότιμου ανθρώπου που του κλήρωσε να γίνει βασιλιάς χωρίς να του πάει στον ψυχισμό και να σηκώσει το βάρος μιας χώρας που μπλεκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με κόστος αίματος, προφανώς θα έφερε το όνομα Ελισάβετ με εστεμμένο το «Ε», κάτι ιερό, όπως περίπου ο Παλαιολόγος αντιλαμβανόταν το βάρος το δικό του. Απλά, δεν της έτυχαν Μωάμεθ πολιορκητές. Οσα αντιμετώπισε, ήταν οικογενειακές καταστάσεις με τον γνωστό αντίκτυπο.

Το ιδιάζον ήταν ότι έπρεπε ο χειρισμός να γίνει ντεμί θεσμικός, ντεμί προσωπικός, οι χωρισμοί μεταξύ πριγκίπων, οι ανορεξίες, οι απιστίες, τα ατζάρδα κακομαθημένων ανηψιών, οι κόντρες ανάμεσα σε κουνιάδες, μαζεύτηκαν πολλά σε ένα τέταρτο του αιώνα, αλλά στο φινάλε η βασίλισσα επιφύλαξε το τελευταίο χαρτί της, που ήταν η ντάμα μπαστούνι: Πέθανε και το πένθος μετατράπηκε σε σκούρο σύννεφο απαλό, που έριξε μια βροχή θαυματουργή στο έθνος και τον κόσμο ολόκληρο, έτσι που οι θνητοί και οι αρχόντοι που συγκεντρώθηκαν από τα πέρατα της οικουμένης στις πλατιές λεωφόρους του βασιλείου, καθηλώθηκαν από την αρχαία λάμψη του στέμματος, όπως ο Λάνσελοτ όταν αντίκρισε το Δισκοπότηρο, ο Αρθούρος όταν έβγαλε το σπαθί από τον βράχο, και ο Ιντιάνα Τζόουνς όταν βρήκε τον χαμένο θησαυρό, συνοδευόμενος από τον Σον Κόνερι, πατέρα του, πρώην Τζέιμς Μποντ, σπεπτού πατριάρχη του βρετανικού φλέγματος και του παραδοσιακού τυχοδιωκτισμού, ο οποίος τυχοδιωκτισμός επέτρεψε τη δημιουργία του βασιλείου ανάμεσα στους ωκεανούς και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Κάτι τα καράβια, κάτι η πειρατεία, κάτι τα φαντάρια και οι κωπηλάτες, κάτι οι εξερευνητές, κάτι οι λοστρόμοι οι πλοιοκτήτες, κάτι οι Κουκ και οι Νέλσονες, οι Λίβιγκστον και οι Δαρβίνοι, κάτι οι ιθαγενείς και οι αδυναμίες τους, να σου η αυτοκρατορία, να σου και οι Σεξπίροι, και οι Μπέικον , και οι Λοκ και οι διαφωτισταίοι.  Να σου και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Λίβερπουλ και οι Μπίτλς και οι Στόουνς και το πανκ και ο Τζόνι Ρότεν να τραγουδάει Γκοντ Σέιβ δε Κουίν και τα περιπολικά να μαζεύουν τα παιδιά και με τις παραμάνες.

Όλα πατρίδα μου, κι αυτά κι εκείνα, και όλος αυτός ο κόσμος που συρρέει στην κηδεία, πατρίδα ο ένας για τον άλλον, πατρίδα και οι κόκκινες στολές, πατρίδα και τα αστεία καπέλα των γραναδιέρων, πατρίδα οι βασιλείς, οι πρίγκιπες, τα παράσημα, τα παραστήματα, τα γκρίζα φανελένια παντελένια, το κρυάκι του Σεπτεμβρίου και οι αέρηδες της ιστορίας που στέλνει ο Ατλαντικός, κόβοντας το νησί από τον κόσμο τόσο όσο να εμπνέει ασφάλεια, όσο και να προκαλεί σε μια κατάκτηση του κόσμου, πατρίδα οι μνήμες, τα βιώματα, οι πρόγονοι, η γλώσσα και κοινό σύμβολο όλων το στέμμα και η σημαία. Οσο πιο πολλή ώρα η κηδεία, τόσο μεγαλύτερη η αίσθηση ιστορίας και βάθους καταγωγής, όσο περισσότερη τελετουργία, τόσο περισσότερο κύρος και μεγαλείο.

Περνούσαν οι ώρες και η κηδεία γινόταν αφήγημα πατριδογνωσίας και εξιδανίκευση των ατομικών βιωμάτων, τόσο επιτυχή που έπιανες τον εαυτό σου να ανιχνεύει την επίδραση του βρετανικού πολιτισμού στην προσωπική σου συνείδηση, όλα σου φαίνονταν οικεία, γνωστά, αναγνωρίσιμα, ημέτερα. Βρε μπας και είμαστε όλοι Βρετανοί; Θεός φυλάξοι.

Αλλά δεν μας έπαιρνες το βλέμμα από την οθόνη. Μετά, γυρέψαμε τσάι, κατεβάσαμε ένα βιβλίο του Ουάιλντ, αναπολήσαμε τον Πίτερ Σέλερς και τσακωθήκαμε αν ο Μπανκς ήταν καλύτερος τερματοφύλακας από τον Σίλτον. Μετά φύγαμε για το κυνήγι της αλεπούς, έστω και χωρίς αλεπού, πριν νυχτώσει.

Τελειώνοντας η κηδεία, ο πατρινός της παρέας είπε ότι του πέρασε η ιδέα ότι θα βγει και σοκολατοπόλεμος. Οι άλλοι τον αποπήραν, φορ χέβενς σέικ.