Ο δημόσιος θάνατος του Εντσον Αράντες

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Μωρέ τι απατεώνες είναι οι βραζιλιάνοι. Μας συστήνονται με το όνομα Πελέ, ενώ το κανονικό τους είναι Εντσον Αράντες Ντο Νασιμέντο. Σκέψη της παιδικής ηλικίας. Η επόμενη σκέψη ήταν, γιατί πάνε και φορτώνονται ένα σωρό ονόματα, αφού δεν είναι λειτουργική η χρήση. Πεθαίνοντας τώρα ο Πελέ, μας επισκέπτεται η τρίτη σκέψη: Αφορά τη διάζευξη ανάμεσα στη σπουδαιοφανή αντίληψη για την αξία του ανθρώπου και της καταγωγής, από τη μια, και την αλαφράδα της ψυχής και του ίσκιου, από την άλλη. Δεν γεννήθηκε απλά ο Εντσον, αλλά ο Εντσον Αράντες, που δεν είναι όποιος κι όποιος, αλλά ο Ντο Νασιμέντο. Αλλά βέβαια η μαρίδα της γειτονιάς θα τον πει Πελέ, γιατί πρέπει και να συνεννοούμαστε στην καθημερινότητα και το παιχνίδι, η μπάλα κυλάει γρήγορα, δεν προφταίνεις να πεις «δωσ’ την στον Εντσον Αράντες Ντο Νασιμέντο που είναι αμαρκάριστος», λες «Πελέ», και η μπάλα έχει φτάσει στο δεξί του πόδι και με έναν κεραυνό στα δίχτυα, αν υπήρχαν δίχτυα, γιατί στις αμμουδιές που παιζόταν το παιχνίδι τα δίχτυα ήταν νοερά.

Τώρα, φτάνοντας ο Πελέ στον προθάλαμο του Παραδείσου, δεν υπάρχει ζήτημα, τον ξέρουν κι οι πέτρες, κι οι άγιες πέτρες, κι ο Αγιος Πέτρος που σηκώνεται όρθιος να τον υποδεχθεί. Τέτοιες διασημότητες δεν φτάνουν κάθε μέρα στον άλλο κόσμο. Η αλήθεια είναι ότι τον περίμεναν εδώ και μέρες. Με τους επιφανείς αίρονται τα ιατρικά απόρρητα και οι στοιχειώδεις κανόνες της διακριτικότητας. Ηξερε όλη η υφήλιος από τι πάσχει ο ασθενής, πώς κοιμόταν, πώς διαβιούσε στα τελευταία του, και βέβαια ξέραμε όλοι ότι επρόκειτο για τα τελευταία του, ακόμα και αν δεν το ήξερε και ο ίδιος ή δεν ήταν σε θέση να το συνειδητοποιήσει στην απολυτότητα της έννοιας του θανάτου και της κατάλυσης της ελπίδας. Το δωμάτιο του ασθενούς είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο γήπεδο λουσμένο στα φώτα, όπου μπορούσε κανείς να διακρίνει με άνεση όλες τις φάσεις.

Τα πήγαιν΄ελα γιατρών και νοσοκόμων, τις αποχαιρετιστήριες εικόνες των συγγενών, τα μηνύματα αναγνώρισης των μεγάλων ζωντανών του αθλήματος, την πρώιμη κατάθεση θλίψης, δίκην προλόγου από τους επικήδειους που θα επακολουθούσαν όταν θα είχε επέλθει και επισήμως ο θάνατος. Δεν θυμόμαστε να είχε επαναληφθεί άλλο τέτοιο σκηνικό στην μακρά ιστορία των θανάτων, αλλά αυτό ήταν φυσικό: Ζούμε πλέον στον πολιτισμό της παγκοσμιοποίησης του Ενεστώτος και του απόλυτου εναρμονισμού με τα γεγονότα Υψηλής Σημασίας. Το ζήσαμε με την πανηγυρική είσοδο του 21ου αιώνα, επαναλήφθηκε με τον θάνατο του Εντσον Αράντες, ο οποίος, ως Πελέ, αποτελούσε ένα πολιτισμικό σύμβολο κοινό για την ολότητα των ανθρώπων. Για κάποιο λόγο, το να είσαι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, ή να θεωρείσαι από πολλούς ως τέτοιος, πήρε μια κολοσσιαία, εκκωφαντική διάσταση, δεν θα ίσχυε κάτι τέτοιο για τον μεγαλύτερο μουσουργό όλων των εποχών, τον μεγαλύτερο ποιητή ή και για τον μεγαλύτερο πολιτικό ή επαναστάτη, καθώς, για τον λόγο που ξέρουμε, το ποδόσφαιρο είναι μια τεράστια υπόθεση, ως οπτική ποίηση, ως απεικόνιση του ονείρου του ανθρώπου και του λαού, ως αποτύπωση της ανάγκης μας να υπερβούμε τη θέση μας, τη φύση μας, τη φύση την ίδια, τη βαρύτητα και το πεπερασμένο των δυνατοτήτων του σώματος και της διανοίας, της ανάγκης μας να φωτιστούμε, να ξεχωρίσουμε, να λατρευτούμε, να αποθεωθούμε.

Ο Αγιος Πέτρος, λοιπόν: Σηκώνεται, υποδέχεται τον Πελέ και αφού του πάρει το αυτόγραφο- το μεγαλύτερο της συλλογής του, θα ομολογήσει αργότερα στον Αηγιάννη τον Πρόδρομο- θα επιδώσει στον Πελέ το μετάλλιο του διασημότερου ετοιμοθάνατου της νεότερης ιστορίας, του ανθρώπου που οι ύστατες στιγμές του μετατράπηκαν, ανεξαρτήτως της βουλήσεώς του, σε μιούζικαλ αντάξιο εκείνου που σκηνοθέτησε γι τον ήρωά του, τον εαυτό του δηλαδή, ο Μπομπ Φόσι στο Ολ Δατ τζαζ, λίγους μήνες πριν πεθάνει πράγματι, αναχωρώντας ο ήρωας με ένα χορωδιακό Μπάι Μπάι Λάιφ, χειροκροτούμενος από ένα σώμα ενθουσιασμένων χορευτών. Λίγο πριν τη λήξη, ο Πελέ είχε πάψει να διατηρεί οποιαδήποτε επαφή με τον Εντσον Αράντες που λέγαμε, σύμφωνα με την οπτική γωνία του παγκόσμιου κοινού, αλλά νοσηλευόταν με τη στολή της Σάντος και τη σημαία της Βραζιλίας, ενώ η κερκίδα σχολίαζε πόσα γκολ εν τέλει είχε πετύχει, αν ήταν καλύτερος του Μαραντόνα ή αν ο Μέσι τους ξεπέρασε όλους, πώς είχε βγάλει ο Μπανκς εκείνη την κεφαλιά, και βέβαια την περίφημη ντρίμπλα που είχε κάνει χωρίς να ακουμπήσει τη μπάλα σε εκείνη τη φάση που έμεινε εμβληματική χωρίς η μπάλα να καταλήξει γκολ, και άλλα τέτοια που εμφύτευσαν στις συνειδήσεις μας οι οθόνες της τηλεόρασης και των ντοκιμαντέρ που δεν υπήρχαν στην εποχή του Πούσκας, του Ντι Στέφανο και του Γκαρίντσα.

Όμως ο Αγιος Πέτρος ξέρει πως εκείνα τα μοιραία λεπτά ανάμεσα στην τελευταία μνήμη και την απώλεια της συνείδησης, ο Πελέ δεν είχε εικόνες παρά από τους γονείς του, τις αλάνες, τις παρέες, τις πρώτες του φοβίες, και άκουγε τη μαμά του να τον αποκαλεί Εντσον ή κάτι τέτοιο, για να τον μαλώσει ή να τον ζεστάνει κάποια κρύα νύχτα.

Αλλά όταν γίνεσαι τρανός, δεν βλέπουμε πλέον εσένα, αλλά εμάς σε σένα, και όταν μιλάμε για τον Πελέ, μιλάμε για τον εαυτό μας την ώρα που ο Πελέ ένοιωσε τον Κάρλος Αλμπέρτο να πλευρίζει την περιοχή και του έδωσε τη μπάλα χωρίς να τον κοιτάζει. Ο Πελέ, ο Μαραντόνα, όλοι αυτοί, όλα αυτά, δεν είναι παρά όσα ζήσαμε και όσα ξέρουμε, και η δυνατότητά μας να τα λέμε, για να τραβάμε λίγη προσοχή στις παρέες και στα μπαρ, για να πάρει η γνωμίτσα και η εμπειρίτσα μας λίγη σημασία παραπάνω.