Δεν υπάρχουν ερωτήματα, μόνο ευθύνες για την τραγωδία

Του Γιώργου Παναγιωτόπουλου, αν. καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών – μέλος ΚΠΕ ΠΑΣΟΚ.

Η εθνική τραγωδία των Τεμπών στοιχειώνει το πολιτικό σύστημα. Δεκάδες νεκροί θυσιάστηκαν στον βωμό της ανικανότητας, της αδιαφορίας και της έλλειψης στοιχειώδους πατριωτισμού, από τους κυβερνώντες.

Δεν είναι μια άποψη που ελέγχεται για την ορθότητά της. Είναι μια βεβαιότητα, που κυριαρχεί ιδιαίτερα στην επικοινωνία μεταξύ των πολιτών και πυροδοτεί, ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα, την αμφισβήτηση και ίσως την κοινωνική καταδίκη, προσώπων και πολιτικών.

Οσο κι αν επενδύουν στην εκτίμησή τους ότι η ελληνική κοινωνία έχει μνήμη «χρυσόψαρου» και γραμμικά θα επέλθει η λήθη, όσο κι αν ενορχηστρωμένα προτάσσουν το βάρος της ευθύνης στον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας των τραγικών γεγονότων, κάποιον σταθμάρχη, άλλο τόσο γίνεται οφθαλμοφανής η κύρια αιτία.

Δεν υπάρχουν ερωτήματα. Είναι αποπροσανατολισμός χωρίς «αιδώ».

Υπάρχουν μόνο ευθύνες. Ακέραιες ευθύνες στους πολιτικούς, που υπηρέτησαν και υπηρετούν και στους κάθε λογής «παροικούντες εν Ιερουσαλήμ» της πολιτικής εξουσίας.

Δεν εξαιρείται κανείς των τελευταίων δεκαετιών. Αρα η ευθύνη είναι οριζόμενη.

Εχει ονοματεπώνυμο. Δεν αναζητείται.

Ιδιαίτερη ευθύνη όμως στην παρούσα κυβέρνηση με την επιτελική ανυπαρξία, την ελάχιστη παραγωγή ουσιαστικού έργου προς όφελος της κοινωνίας και τα διαρκή «συγγνώμη» με το πέρας των καταστροφών.

Η προσπάθεια για σύγχυση της κοινής γνώμης και επανάληψη της εξέλιξης των τόσων άλλων τραγωδιών (φωτιές, Μάτι κ.ά. ) θα αποτύχει.

Η νέα γενιά προοδευτικά αφυπνίζεται και παίρνει θέση. Γίνεται κατήγορος με επιχειρήματα και ακυρώνει τη νομιμοποίηση όλων των υπευθύνων που βασικό τους μέλημα αποτελεί το ίδιον συμφέρον κι ας χαθεί η χώρα και οι άνθρωποί της.
Δεν κεφαλαιοποιούνται πλέον πολιτικά τα ανόητα και υβριστικά λεχθέντα από διατεταγμένης υπηρεσίας δημοσιογράφους, όπως ότι: «Τα δυστυχήματα είναι θυσίες για να βελτιωθούμε». Εχει απαντήσει ο Δημόκριτος σε αυτό, αιώνες τώρα «Νηπίοισιν ου λόγος, αλλά ξυμφορή γίνεται διδάσκαλος». Είναι «ύβρις» προς τους αδικοχαμένους και τις οικογένειές τους. Είναι πλέον μέρος των ληγμένων επικοινωνιακών παραισθησιογόνων που αποκαλύπτουν τη γύμνια του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας.

Μέρα με τη μέρα γίνεται ορατή η πολιτική υποκρισία, που έχει αντικαταστήσει την πολιτική ευθύνη και αγνοεί επιδεικτικά το όραμα του Αριστοτέλη «περί της αρίστης πολιτείας».

Μία ολόκληρη χώρα σε 4 λέξεις: «Πάμε κι όπου βγει».

Για αυτό η κοινωνική οργή ξεχειλίζει δικαιολογημένα.

Ισως είναι η ώρα, που ξαναγράφεται η σχέση κοινωνίας – κράτους – πολιτικής. Μια σχέση, που δεν επιτρέπεται να στηριχθεί στους αδικοχαμένους νέους και νέες των Τεμπών. Διότι είναι αδιανόητη ασέβεια και «ύβρις».

Αλλά στον πολιτικό πατριωτισμό που δυστυχώς ακόμα αναζητείται…