Μιχάλης Μακρόπουλος: «Υπάρχουμε μέσα από μια εξιστόρηση του εαυτού μας»
Τα διηγήματα της συλλογής «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον» (εκδ. Κίχλη) εκτυλίσσονται σε μια εποχή, όπου η κλιματική αλλαγή έχει αφήσει βαθύ το αποτύπωμά της. Αλλού οι άνθρωποι είναι «φιγούρες αχνές σαν μισοξεχασμένα όνειρα», αλλού πεινασμένοι και άστεγοι, αλλού υφίστανται την ωμή βία, αλλού αναζητούν το θείο και, μέσα απ’ αυτό, ίσως, τον εαυτό τους… Και η γραφή του βραβευμένου συγγραφέα τους, πάντα ελκυστική με την ποιητικότητα που τη διακρίνει, δημιουργεί ένα σύμπαν τρομακτικό, με ανάγλυφες προβολές μέσα από τη δεξιοτεχνική ύφανση λέξεων και εικόνων όσων, ίσως, συμβούν κάπου στο μέλλον. Ο Μιχάλης Μακρόπουλος ξεναγεί την «Π» στα μονοπάτια του βιβλίου του.
Τι γέννησε τις «Ιστορίες από ένα περασμένο μέλλον»; Ιντριγκαδόρικος ο τίτλος σας.
Τι τις γέννησε; Μια διάθεση; Γράφτηκαν μέσα σε διάστημα τριών χρόνων. Δεν μπορείς προφανώς να μιλήσεις για μία διάθεση όταν κάτι διαρκεί τρία χρόνια. Ωστόσο, ήταν χρόνια που συνέπεσαν με την πανδημία, την ακούσια απομάκρυνσή μας απ’ τους άλλους, το χτίσιμο ενός αόρατου τείχους από μάσκες κι απαγορεύσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Έπαιξε άραγε κι αυτό κάποιο ρόλο; Πιθανώς. Αλλά κάθε ιστορία εντέλει γεννήθηκε γι’ άλλο λόγο στη δική της ξεχωριστή στιγμή. Να, το «Συνφούντ» από μια βόλτα με τον σκύλο μου, μια χειμωνιάτικη μέρα μ’ αέρα και κύμα, στην παραλία κάτω από το σπίτι μας. Ο ήχος που ’κανε ο μεταλλικός κρίκος στον ιστό της σημαίας στον πύργο του ναυαγοσώστη, γέννησε στη φαντασία μου την εικόνα ενός τυφλού που, σαν εμένα, περπατούσε με τον σκύλο του στην παραλία ─ και γεννήθηκε η ιστορία. Όσο για τον τίτλο, ναι, περασμένο μέλλον, γιατί τελικά είναι ιστορίες για το τώρα, μα το τώρα, στον μελλοντικό χρόνο των ιστοριών μου, θα ’ναι ήδη περασμένο!
Αναφερθήκατε στο «Συνφούντ» με το οποίο ανοίγει το βιβλίο σας. Θελήσατε, ίσως, να συμβολίσετε κάτι με την πρώτη ύλη της πλήρους αυτής τροφής των τότε ανθρώπων;
Καταρχάς, η ερώτηση παραμένει κάπως κρύφια αν δεν πούμε ποια είναι η πρώτη ύλη αυτής της τροφής -κι αν από την άλλη το πούμε, κάτι χάνεται από την ανάγνωση του κειμένου. Οπωσδήποτε, σαν ιδέα η πηγή τούτης της τροφής είναι κάτι τρομερό -μα το κέντρο βάρους της ιστορίας μου, η οποία ειρήσθω εν παρόδω είναι απ’ αυτές που νιώθω πιο «κοντά μου» στη συλλογή, είναι ακριβώς αυτή η πεισματική άρνηση της Λένης να μάθει από πού προέρχεται το Συνφούντ, αυτή η προσκόλλησή της στην αγάπη της για τον Γκριγκόρε, μέσα σ’ έναν κόσμο τόσο τρομερό ώστε, αν συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος του τρόμου του, ίσως δεν έχει πλέον νόημα να ζει κιόλας. Μα η Λένη επιλέγει (αν και δεν ξέρω πόσο το «επιλέγει» είναι η σωστή λέξη) να μην το συνειδητοποιήσει, να παραμείνει ένας «μικρός» άνθρωπος, ενδεής και συχνά πεινασμένος, που ’χει δοθεί σ’ έναν άλλο άνθρωπο και υπάρχει μέσα απ’ αυτόν-κι εκείνος της το ανταποδίδει στο ακέραιο. Η Λένη είναι ένας μικρός αλλά εντέλει μεγάλος άνθρωπος, και με τον τρόπο της αντιστέκεται στον τρόμο, έστω και με το να αγαπά. Κάποιες φορές, αυτό είναι αρκετό.
Στο αφήγημα «Γιανγκσί-ντιέναο (τρεις σκηνές)» συναντιούνται, σε ειδικό χώρο, υλικοί πελάτες και άυλοι καλεσμένοι που «ήταν ολοζώντανοι και ταυτόχρονα ανακουφιστικά ανύπαρκτοι». Θεωρείτε τη δύναμη της εικόνας απειλητική για το μέλλον;
Για το μέλλον δεν ξέρω, φαντάζομαι πως οι μελλοντικοί άνθρωποι θα θεωρούν δεδομένο ό,τι μου φαίνεται εμένα ως και αδιανόητο ακόμα. Μπορώ όμως να σας απαντήσω για το παρόν. Στο βωμό της αποθεωμένης εικόνας, θυσιάζεται μια ειλικρίνεια του ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του, άρα κι απέναντι στους άλλους. Αίφνης, οι πάντες έχουν ένα image που το προβάλλουν καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: του ωραίου, του διανοούμενου, του «ψαγμένου», του πολιτικοποιημένου, του οργισμένου, δεν ξέρω τι άλλο ─ κι έχουν επίσης τόσους «φίλους», που τείνει να εκλείψει ο φίλος χωρίς εισαγωγικά. Τι ανακούφιση, όταν κάθεσαι σ’ ένα τραπέζι και μιλάς με τον άνθρωπο τον ίδιον, που σαν καθρέφτη έχει απέναντί του εσένα τώρα, κι όχι ένα αυνανιστικό είδωλο του εαυτού του όπως τον προβάλλει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
«Ισμαήλ», η νουβέλα σας που και ξεκινά μια «εποχή, πολύ κατοπινή από την τωρινή», όπου «οι άνθρωποι τρέφονταν με ιστορίες όπως εμείς τρεφόμαστε με το ψωμί, το τυρί, την ελιά». Τελικά, τι συνιστούν οι ιστορίες για τη ζωή μας/τη ζωή σας;
Μα, κυρία Κουνινιώτη, υπάρχουμε μέσα από μια εξιστόρηση του εαυτού μας. Δεν θα ήμασταν τίποτα, ή τουλάχιστον δεν θα ’μασταν άνθρωποι, αν ταυτόχρονα με τη βίωση της ζωής μας δεν την εξιστορούσαμε στον εαυτό μας, με πρωταγωνιστή ένα εγώ, μια νοερή προβολή, που ζει αυτήν τη ζωή. Κοντολογίς, υπάρχουμε ως η ιστορία μας, ακριβώς γιατί είμαστε άνθρωποι ─ κι ένας ανοϊκός άνθρωπος, έχοντας εν μέρει ή και συνολικά απολέσει τούτη την ικανότητα της αυτοεξιστόρησης, βρίσκεται να αιωρείται σ’ ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κενό, έναν άδειο χώρο που τον γεμίζουν μόνον οι αντίλαλοι μιας απουσίας. Είμαστε η ιστορία του εαυτού μας.
Ποια από τις ιστορίες σας απαίτησε κολύμπι σε πολύ βαθιά νερά μέχρι να την ολοκληρώσετε και γιατί;
Ο «Πλανήτης με τους δύο ήλιους». Γράφτηκε και ξαναγράφτηκε, χωρίς ποτέ να βγαίνει κάτι ικανοποιητικό, και το μόνο που μ’ έσπρωχνε να συνεχίζω να παλεύω το διήγημα ήταν πως υπήρχε σ’ αυτό «κάτι», ίσως πολύ κρυφό για να μου φανερωθεί διαμιάς. Ενα βράδυ παρακολούθησα στον υπολογιστή μου την Περσόνα του Μπέργκμαν και, με υποσυνείδητο τρόπο, ο κόμπος λύθηκε. Το επόμενο πρωί κάθισα κι ολοκλήρωσα αυτήν την ιστορία που, σ’ αντίθεση με το σύνηθες σε ένα διήγημα, δεν έχει ένα κέντρο αλλά πολλά, και μετατοπίζεται συνεχώς από το ένα στ’ άλλο.
Για να επέλθει η ικανοποίηση και να βάλετε, κάθε φορά, τελεία, ποιες προϋποθέσεις θα πρέπει να πληρούνται, για εσάς;
Μα, να νιώσω πως η ιστορία μου τελείωσε!
Μπαίνετε σε μια χρονομηχανή, που σας μεταφέρει 120 χρόνια μετά. Τι θα ήσασταν περίεργος να διαπιστώσετε αν θα παρέμενε αναλλοίωτο;
Θα σας πω τι είμαι σίγουρος ότι θα παρέμενε αναλλοίωτο: ο άνθρωπος στον πυρήνα του, αυτός ο αρχαϊκός άνθρωπος που ’ναι ολοζώντανος ακόμα μέσα μας.
Κι αυτό που φοβάστε περισσότερο μη και χαθεί στο μακρινό μέλλον;
Τι νόημα έχει να «φοβάμαι»; Κατά πρώτον, δεν είμαι προφήτης. Κατά δεύτερον, το μέλλον δεν μου ανήκει. Όμως αγαπάω τα ζώα, τον κόσμο μας -τη Γη. Είναι αυτό μια απάντηση;
Για να επιστρέψουμε στο σήμερα. Οι εθνικές εκλογές που κοντοζυγώνουν, τι θα θέλατε να φέρουν;
Αυτό που δεν πρόκειται να συμβεί, κυρία Κουνινιώτη: να υπάρξει ένα «ευθυνόφιλο» κράτος που δεν θα στήνεται και θα ξεστήνεται με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, ώστε να μην έχουμε, κατά το δυνατόν, άλλα Σάμινα, άλλα Μάτια, άλλες Λάρισες.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News