Εύα Μαθιουδάκη: «Οι λέξεις είναι για μένα ό,τι πιο ιερό έχω»

Εύα Μαθιουδάκη: «Οι λέξεις είναι για μένα ό,τι πιο ιερό έχω»

Γεννημένη στην Κρήτη, με σπουδές Οικονομικών Επιστημών σε Αθήνα και Αμβούργο, εργάζεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στις «αποσκευές» της έχει τη νουβέλα «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος» (2014), τη συλλογή διηγημάτων «Μικρά πείσματα» (2027) και το μυθιστόρημα «Ο φταίχτης», που έγραψε από κοινού με τον Κωστή Σχιζάκη. Από το 2020 συνεργάζεται με το περιοδικό Γαστρονόμος της «Καθημερινής», υπογράφοντας τη στήλη «Του κήπου τα γυρίσματα». Η Εύα Μαθιουδάκη, με αφορμή το νέο της βιβλίο «Μέρες της Κηφισιάς» (εκδ. Καστανιώτη), μας ξεναγεί στο συγγραφικό της εργαστήρι.



Πότε γεννήθηκε ο έρωτάς σας για τη γραφή, και τι προέτρεψε το χέρι σας να «πάρει μπροστά»;

Ξεκίνησα να γράφω μόλις το 2013, σε μια εποχή που λόγω της οικονομικής κρίσης νοιώθαμε όλοι λίγο πολύ ότι οι ορίζοντες και τα ερεθίσματά μας περιορίζονταν δραστικά. Μέσα σε αυτήν την οκταετία παράλληλα με την εργασία μου, έχω γράψει και δημοσιεύσει τέσσερα βιβλία. Πιθανότατα θέλησα να αντλήσω δυνάμεις από τον εσωτερικό μου κόσμο, αλλά βέβαια δεν έλειψε και η προτροπή φίλων κι ανθρώπων αγαπημένων που διέκριναν την έφεση για τη λογοτεχνία και πίστεψαν σε μένα.

«Μέρες της Κηφισιάς». Με φόντο την Κηφισιά του ’50 και του ’60, αφηγείστε την ιστορία των Ουρανίας, Ισμήνης, Τριανταφυλλιάς: γιαγιάς, μητέρας, κόρης. Πώς προέκυψε η ιδέα;

Η ιδέα μιας μορφής στίγματος, τραύματος που μεταφέρεται ακόμη κι αν υπάρχει πολλή αγάπη από γενιά σε γενιά, με απασχολούσε πολλά χρόνια. Παρατηρούσα χωρίς βέβαια να μπορώ να το αναλύσω περαιτέρω, τη διαιώνιση ενός ανερμήνευτου «κακού», τη διαιώνιση συγκεκριμένων δηλαδή συμπεριφορών ιδιαίτερα σε σχέσεις μάνας κόρης χωρίς απαραίτητα να υπάρχει κάποια εμφανής αιτία.

Πρόσφατα, Σουηδοί ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι τα ψυχικά τραύματα, για παράδειγμα του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, μεταφέρονται  από γενιά σε γενιά κυρίως μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχουν ψυχολογικές επιπτώσεις στα άρρενα μέλη της ίδιας οικογένειας. Πάνω σε αυτή την ιδέα κτίστηκε η ιστορία μου, η οποία τοποθετήθηκε στην Κηφισιά των περασμένων δεκαετιών ακριβώς και για να αναδείξει τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες που επικρατούσαν στην πόλη δίνοντας με αδρές πινελιές το ιστορικό πλαίσιο της ανάπτυξής της, το οποίο δεν είναι ευρύτερα γνωστό.

Ενα θαμμένο για χρόνια μυστικό στιγματίζει τις τρεις γυναίκες -με τις επιδράσεις του να περνούν σαν ασθένεια από τη μια στην άλλη. Το μαθαίνουμε προς το τέλος του βιβλίου, με πολλά φλας μπακ και παράλληλες ιστορίες. Τι απαίτησε από εσάς αυτή η λεπτοδουλειά και τι σας «ζόρισε»;

Οι «Μέρες της Κηφισιάς» στην πρώτη γραφή θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια επιστολική νουβέλα, φυσικά με τους ίδιους ήρωες, στον ίδιο τόπο όπως εμφανίζονται και στην τελική μορφή του μυθιστορήματος.

Θεώρησα όμως ότι ο έντονος λυρισμός των εικόνων της νουβέλας, δεν θα βοηθούσε τον αναγνώστη να φτάσει την ουσία, οπότε προσπάθησα μέσω της πλοκής αλλά και της καταγραφής της πολύ ενδιαφέρουσας κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής να καταστεί  πιο οικείο.

Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν η τοποθέτηση των ηρώων σε μια εποχή για την οποία οι γνώσεις μου προέρχονται αποκλειστικά από διηγήσεις μεγαλύτερων ανθρώπων, αναγνώσματα και συμπεριφορές που κατέγραψα ως παιδί και που είχαν τις ρίζες τους σε παλαιότερες δεκαετίες.

Παναγής, Λευτέρης, Ζήσιμος στηρίζουν και κατανοούν τις γυναίκες της καρδιάς τους. Αρκούν όμως, για να επουλώσουν τα τραύματα;

Βοηθούν αλλά δεν αρκούν, όπως σωστά διακρίνετε. Οι γυναίκες εκείνης της εποχής, κάποιες ίσως ακόμη και σήμερα, ζούσαν αρκετά απομονωμένες και μην έχοντας κάποιας μορφής ψυχολογική διαφυγή, δύσκολα επεξεργάζονταν τα συναισθήματά τους για να μπορέσουν να προχωρήσουν παρακάτω.

«Γιατί μέσω της γραφής προβάλλονται καλύτερα οι γρατζουνιές μας, […] Κι αν αυτό που βασανίζει την καρδιά είναι η μοναξιά της, η γραφή βρίσκει τον τρόπο να τη γιατρεύει» διαβάζουμε. Οι λέξεις τι είναι για εσάς;

Ο,τι πιο ιερό έχω. Συμπυκνώνουν όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό. Είμαστε εμείς και οι λέξεις μας. Λέξεις αρκετά διάφανες για να αντανακλούν κάτι από το είναι μας, αλλά και συγκροτημένες για να δημιουργούν τέχνη. Δύσκολο ως ακατόρθωτο αυτό το εγχείρημα κάθε φορά που βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος μαζί τους.

Το μυθιστόρημά σας, συν τοις άλλοις, αναδίδει ευωδιές λουλουδιών. Η σχέση σας με τη φύση και τη χλωρίδα;

Οσο ωριμάζω τόσο ενισχύεται. Σχεδόν σαν εμμονή, αλλά όχι μόνο για τα λουλούδια αλλά για τη φύση ολόκληρη. Είναι τόσο ωραίο αυτό το συναίσθημα της ακτημοσύνης, τόση μεγάλη η εσωτερική ελευθερία που νιώθω κοντά της, γιατί βέβαια δεν μας ανήκει, εμείς ανήκουμε σε εκείνην.

Τι σας λείπει από την Κηφισιά των νεανικών σας χρόνων και πώς σας φαίνεται η σημερινή;

Σίγουρα οι αλάνες, ο ορίζοντας μου λείπουν πολύ και επίσης το πράσινο το οποίο αλλοιώνεται τόσο λόγω της εκτεταμένης δόμησης όσο και εξαιτίας λανθασμένων επιλογών δένδρων και φυτών, κυρίως εισαγόμενων, που αλλάζουν το πρόσωπο της πόλης. Ακόμη και το μικροκλίμα της, αν και κρατάει λίγο ακόμη, έχει αλλάξει. Οι χειμώνες εδώ είχαν μεγάλη διάρκεια και το κρύο ήταν διαπεραστικό. Ομως ο παρατηρητικός περιπατητής αναγνωρίζει με σχετική ευκολία ακόμη και σήμερα τα απομεινάρια αυτού του παρελθόντος και νομίζω ότι η υγειονομική κρίση έκανε και τον πλέον αδιάφορο σε περιβαλλοντικά θέματα κάτοικό της, να αντιληφθεί το πόσο προνομιούχος είναι που ζει σε αυτό το προάστιο, είτε έχει κήπο είτε όχι, απλά γιατί μπορεί να περπατά και να ανασαίνει σε ανθρώπινες συνθήκες.

Κι η Πάτρα, με τα δικά σας μάτια;

Η Πάτρα παρότι το τελευταίο διάστημα είναι έντονα εσωστρεφής διατηρεί ακόμη μια αστική καλλιέργεια. Η παλιά Πάτρα όπως πολύ επιτυχημένα περιγράφεται στην «Πριμαρόλια» της Αθηνάς Κακούρη λόγω του λιμανιού και της οικονομικής ευημερίας της, πρωτοπορούσε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο για πολλά χρόνια όχι μόνο συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδος αλλά και έναντι της Αθήνας. Σήμερα στην πόλη υπάρχουν ακόμη πυρήνες ιδιαιτέρως αξιόλογων ανθρώπων του λόγου και της τέχνης και είναι αυτό μια ελπίδα για το αύριο.

Από τη ιστορία σας περνούν άνθρωποι των γραμμάτων. Υποθετικά μιλώντας,  με ποιον, ζώντα ή τεθνεώτα, Ελληνα ή ξένο, συγγραφέα ή ποιητή, θα θέλατε να γευματίζατε και τι θα συζητούσατε;

Τι να σας πρωτοπώ; Από τις παρέες του Σεφέρη θα ήθελα πολύ να ‘χω γνωρίσει τον Κατσίμπαλη γιατί αγαπώ τον προφορικό λόγο όσο και τον γραπτό, ίσως και περισσότερο.

Από τους «κηφισιώτες» θα ήθελα να έχω γνωρίσει καλύτερα τον Ε.Χ. Γονατά για να μου μιλήσει για τα διαβάσματα και τις μεταφράσεις του, αλλά και τον Ασημάκη Πανσέληνο για να μας έδινε την άποψή του για τη σημερινή πολιτική κατάσταση, για το πού βαδίζουμε, πού πάμε… ήταν ιδιαίτερα διορατικός. Φοβάμαι όμως να σας μιλήσω για τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς γιατί διαισθάνομαι ότι στην καθημερινότητά τους δεν θα μου ήταν πολύ συμπαθείς. Αλλά αν, λέω αν, θα έπρεπε να προσκαλέσω κάποιους σε γεύμα, αυτοί θα ήταν σίγουρα η Μαργαρίτα Γιουρσενάρ και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Φίλοι ήταν έτσι και αλλιώς!

Της Κρίστυ Κουνινιώτη