Κόκκινοι γίγαντες

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Οι δρόμοι έγιναν κόκκινοι σε όλη τη χώρα. Ηταν το όνειρο του Κουτσούμπα, αλλά εκείνος το συνδύαζε με σφυροδρέπανα και όχι με ριγέ σημαίες, ριγέ μπλουζάκια. Ολοι όσοι διατηρούμε τον απόηχο του τελικού του Γουέμπλεϊ, ο οποίος είχε στοιχειώσει το ελληνικό συλλογικό ποδόσφαιρο, μόλις ολοκληρώθηκε ο περιφανής και σχεδόν δραματικός θρίαμβος του Ολυμπιακού στον τελικό που έγραψε ιστορία, νιώσαμε να μας επισκέπτεται ένας απρόσμενος λυγμός, σαν να ήρθε ο πρίγκιπας με τη μορφή του Μεντιλίμπαρ και να ξύπνησε τη φαρμακωμένη Χιονάτη με ένα φιλί. Το μήλο της είχε δώσει η κακιά μάγισσα το 1971, όταν είδε πως η ομάδα του Δομάζου και του Καμάρα της αμφισβητούσε στην πράξη την ομορφιά. Πέρασε μισός αιώνας και κάτι ψιλά για να λυθούν τα μάγια, έστω και σε μια σχετικά υποδεέστερη διοργάνωση, την οποία αναβαθμίζει αφενός η ποιότητα των αντιπάλων (Φενέρ, Αστον Βίλα, Φιορεντίνα) και τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του Ολυμπιακού, αφετέρου το γεγονός ότι για τον Παναθηναικό τα πράγματα ήταν σχετικά απλούστερα το 1971, όπου οι μεγάλοι κόμβοι ήταν η Εβερτον και ο Ερυθρός Αστέρας, τους οποίους πέρασε με μια πανηγυρική νίκη, μια βαριά ήττα και δύο ισοπαλίες, η μία με έναν Οικονομόπουλο να δίνει τη μάχη της Αγγλίας στο Λίβερπουλ. (Για τους νεότερους, μιλάμε για τον Οικονομόπουλο τον τερματοφύλακα. Οι παλιότεροι θα λένε: Ορίστε που πάει η χώρα, οι νέοι ξέρουνε τον Σνικ και τον Νέμο και δεν ξέρουν τον Οικονομόπουλο. Θα λέει τώρα ο νεότερος: Σιγά μη δεν ξέρουμε τον Οικονομόπουλο, τον τραγουδιστή).

Και εν πάση περιπτώσει, οι δρόμοι έγιναν κόκκινοι, στο πλαίσιο μιας μαζικής έκρηξης η οποία συνδυάζει το αυθόρμητο με το επιτηδευμένο: Εν μέρει ξεσπάμε μέσα στην αγκαλιά ενός πλήθους ομοίων, εν μέρει προκαλούμε ενσυνείδητα την παραγωγή του θεάματος στο οποίο σπεύδουμε να συμμετάσχουμε για να το χαρούμε. Μέσα στη συνθήκη αυτή, οι όμοιοι γίνονται ίδιοι. Καταψύχονται τα επί μέρους χαρακτηριστικά καθενός και επιπλέει μόνο η ερυθρόλευκη ιδιότητα. Παύει να έχει σημασία εάν με κάποιους από αυτούς δεν θα μπορούσες να συνυπάρχεις ούτε στον ίδιο νομό, σας ενώνει και σας ταυτίζει η αφοσίωση στην ομάδα.

Χαίρεσαι και λυπάσαι όταν βλέπεις αυτό το ποτάμι και όταν ακούς τα βεγγαλικά του να σκάνε ακόμα και στο τελευταίο ελληνικό χωριό, αν όχι και του ςξωτερικού. Χαίρεσαι με τη χαρά του κόσμου, χαίρεσαι που λύθηκαν τα ξόρκια του ποδοσφαίρου μας και του ίδιου του Ολυμπιακού, λυπάσαι ωστόσο που βλέπεις το οπαδικό αίσθημα υπέρ μιας ομάδας του κέντρου να έχει αλώσει απολύτως, άνευ αντιστάσεως και μετά χαράς του αλωθέντος, τη συνείδηση των Ελλήνων ολάκερης της επικράτειας. Ιστορικοί μεν ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός, ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ, αλλά την ιστορικότητά τους σε μέγιστο βαθμό την οφείλουν στην ανισότητα της πληθυσμιακής κατανομής που μαστίζει τη χώρα και βαίνει αυξητικά, παράγοντας έναν ιλιγγιώδη υδροκεφαλισμό, όχι άσχετο με τα αίτια της χρεοκοπίας: Παρακμασμένη ύπαιθρος, χαμηλή παραγωγικότητα, αναπαραγωγή σε πολιτικές και οικονομικές παθογένειες και παρασιτισμούς. Η Ελλάδα δεν είναι χώρα που θα έχει πιστούς οπαδούς στις περιφέρειές της για μια Ντόρτμουντ, μια Λεβερκούζεν, μια Γκλάντμπαχ, αλλά η χώρα των γαύρων και των βάζελων που υποκλίθηκαν στη μυθοποιητική μηχανή της κεντρικής αθλητικής προπαγάνδας. Για πολλά χρόνια, άλλωστε, η Πάτρα βρέθηκε χωρίς Παναχαϊκή. Τι περιμένετε από έναν πατρινό 20άρη; Εδώ είναι Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί ακόμα και εκείνοι που είδαν τον Δαβουρλή να παίζει. Καλός ο αθλητισμός, αλλά το παιδί μέσα μας θέλει να κερδίζει. Ομάδα που δεν κερδίζει, τι να την κάνεις; Θα πεις, μισό αιώνα δεν κέρδιζαν τίποτα οι Αιώνιοι, και ο κόσμος τρέχει από πίσω τους. Βλέπεις, η ιστορία με τη Χιονάτη, εκτός από την κακιά μάγισσα έχει και τη μάγισσα με το κασκόλ: Κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και λέει, καθρέφτη- καθρεφτάκι μου, εγώ που αγαπώ τη Χιονάτη, δεν είμαι ο καλύτερος λαός στο βασίλειο; Είσαι, λέει ο καθρέφτης. Ο εντέκατος παίκτης μας, ο υπέροχος λαός της ομαδάρας μας.