«Αυτοί κάνουν να διευθύνουν πανσιόν, όχι στράτευμα»
Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».
Εχουμε ξεκινήσει την καμπάνια: Προτείνουμε σε απογόνους αχαιών που βίωσαν το δράμα της Καταστροφή του 1922, να μας εμπιστευθούν τις «αφηγήσεις των παππούδων μας». Μια μέρα μας καλεί αναγνώστρια από την Αθήνα. Παλιά Πατρινή. Μάχη Γκοτσοπούλου- Αγγελοπούλου. Μας ενημερώνει ότι έχει στα χέρια της το ημερολόγιο του πατέρα της, που πολέμησε στο μικρασιατικό μέτωπο. Μας ενδιαφέρει; Ασφαλώς. Σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε ότι μας ενδιαφέρει και η ίδια.
Λίγες μέρες αργότερα έρχεται ένας φάκελος. Περιλαμβάνει οκτώ δακτυλογραφημένες σελίδες. Το ημερολόγιο περιείχε περισσότερες, αλλά αυτές έχουν διασωθεί. Συντάκτης τους ο Μιλτιάδης Αγγελόπουλος, πολεμιστής στις συγκρούσεις του ελληνοβουλγαρικού πολέμου- κόμισε θριαμβευτής και καρτ ποστάλ από τη Σόφια- και αμέσως μετά μαχητής στη μοιραία εκστρατεία. Διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για αφήγηση από τις τελευταίες
μέρες του πολέμου. Περιγράφει την μετά βίας τακτική υποχώρηση του ελληνικού στρατεύματος στο Ουσάκ. Αύγουστος του 1922. Ο μαχητής μας καθηλώνει, με ένα αντιηρωικό έπος που παραπέμπει στη λογοτεχνία του Ρεμάρκ ή στο «Σήμα του Θάρρους»,
ξεκινώντας με μια σκηνή που θα ζήλευε ο μεγαλύτερος μετρ του σαρκασμού. Πολεμιστές προτείνουν σε άστεγο πολίτη την πάπια που άρπαξαν από το καμένο του σπίτι.
Αφήνουμε το ημερολόγιο, μιλάμε με την κυρία Μάχη. Γεννήθηκε στην Πάτρα, έζησε εκεί μέχρι το 1954, στη διασταύρωση Βότση και Αγίου Δημητρίου. Ορφανεύει και ξερριζώνεται αναγκαστικά για την Αθήνα. Είναι γεμάτη μνήμες από τον πατέρα της. Θυμάται το τραγούδι που έλεγε απευθυνόμενος στα αγόρια του, είχε δύο, αλλά έφυγαν νωρίς. Όπως και εκείνος.
Γυρνάμε από τη μάχη δοξασμένοι
Γυρνάμε από νικηταί απ’ τη φωτιά
Με τη σημαία περήφανα απλωμένη
Ο ίδιος δεν γύρισε νικητής από τη Μικρασία. Αλλά η πείρα των κακουχιών τον έκανε σιδερένιο. Δεν άντεχε να ακούει κακομοίρικα σχόλια στις δυσκολίες. Επικαλείτο την πείνα, τη δίψα, την ψείρα που έζησε στο χαράκωμα. Και μια άλλη καταστροφή που του επιφύλαξε η μοίρα: Την κατάρρευση του σπιτιού τους, Τριών Ναυάρχων και Κορίνθου στους βομβαρδισμούς του 1940.
Στο Ουσάκ πολεμά με τον αδελφό του Χρήστο. Εχουν μια σφαίρα στη θαλάμη, για την περίπτωση που θα πιαστούν αιχμάλωτοι. Θα επιστρέψουν σώοι. Το ημερολόγιο το κράτησε ένας από τους γιους του. Α, και ένα προικοσύμφωνο του 1856. Η κυρία Μάχη διατηρεί μια ρίζα ακόμα στην περιοχή μας. Τον καθηγητή Χρήστο Ανεστόπουλο. Μιλάμε αρκετές φορές. Κάθε τόσο έχει κάτι καινούργιο να μας διηγηθεί. Όπως από τις μέρες της κατοχής. Ο
πατέρας της, που σώθηκε δύο φορές από τις μάχες, λίγο έλλειψε να εκτελεστεί από τους ναζί. Αλλά του χαρίστηκε ένας αξιωματικός, που είχε τρομάξει την ίδια, και που την είχε λυπηθεί, και που χάρη στη σχέση αυτή μεσολάβησε πασίγνωστος κραταιός έμπορος της
Πάτρας. Και μετά ο αξιωματικός έζησε το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων…
Ιστορίες, ιστορίες, ιστορίες. Από μια γενιά που φθίνει, αλλά αφήνει πίσω της ημερολόγια.
Το ανοίγουμε. Προσοχή: Κρατάμε την ορθογραφία και τους αναγραμματισμούς του δακτυλογραφημένου κειμένου, γιατί συνιστούν ιστορία μέσα στην ιστορία. Απηχούν εν μέρει τη διαδρομή της νεοελληνικής, μεταξύ καθομιλουμένης και σχολαρχείου.
Διαμαντάκι, εκ συμπτώσεως, το φινάλε. Ο Μιλτιάδης αναφωνεί «νερό», αντικρίζοντας ποταμό, κατά την υποχώρηση, θυμίζοντάς μας το «Θάλαττα» του Ξενοφώντα, περίπου στα ίδια μέρη, δυο χιλιετίες νωρίτερα.
…. Θέλει να βάλη φωτιά και να κάψει το τζαμή. Εγώ δεν τον αφήνω. Τον παίρνω και φεύγουμε και μόλις εβγήκαμε έξω, γυρίζει πίσω, ανάβει ένα σπίρτο και σε 10 λεπτά από το τζαμή δεν υπήρχε τίποτα. Την άλλη μέρα ο Μπελόπουλος εχάθηκε. Αραγε επειδή έκαψε το τζαμή; Δεν το πιστεύω. Βάζουμε φωτιά σε όλα τα σπίτια του χωριού. Νομίζει κανείς ότι βρίσκεται σε καμίνη και όχι σε χωριό. Κινδυνεύουμε να καούμαι και οι ίδιοι. Από τον καπνό και από τη λαύρα δεν μπορούμε να ανασάνουμε. Βλέπω τον Γεράσιμο που
είχε στα χέρια του ένα παπί. Το μαδάμε, το ξεκοιλιάζουμε και το βάζουμε στη φωτιά, να το ψήσουμε χωρίς να το πλύνουμε. Πού να το βρούμε το νερό; Κάνει κρύο φοβερό. Κοντά μας κάθεται ένας τούρκος γέρος με άσπρα μαλλιά. Είναι ολόγυμνος, μόνο με το
σώβρακο. Κάθεται στη φωτιά και ζεσταίνεται. Είναι απαρηγόρητος, κλαίει και αναστενάζει. Τον λυπάμε, του δίνω λίγο φαϊ, αλλά δεν θέλει. Μας λέει ότι το σπίτι που καίγεται, που ψένουμε το παπί και κάθεται κι αυτός και ζεσταίνεται, είναι δικό του! Τι να γίνει. Αυτά είναι τα αποτελέσματα του πολέμου. Ξαπλονόμαστε λίγο να κοιμηθούμε. Δεν μπορώ να κλείσω το μάτι μου . Η δίψα με βασανίζει. Εξημέρωσε και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε.
Στις 5 το πρωί ξεκινάμε από το Ολουτζάκ. Στον δρόμο βρίσκω και τον σιτιστή του λόχου μας , το Φώντα τον Διαλυσμά. Μου δίνει το άλογό του και καβαλάου λίγο και ξεκουράζομαι. Το γιόμα περνάμε από το Χαμούρ- κιόι. Οι Κιρκάσιοι (ΣΣ: Εχει γράψει Τσέτες, αλλά διορθώνει με μολύβι) μπένουν μέσα στο χωριό, κι αφού δεν άφισαν τίποτα, το κάψανε. Εμείς δεν σταματίσαμε καθόλου. Σε καμμιά ώρα φθάνουμε σε μια πεδιάδα. Εκεί μας αρχίζουν οι Τούρκοι με το κανόνι. Το πεζικό αμέσως παρατάσσεται για μάχη, επίσης και το πυροβολικό μας. Πόσους θα πάρει ο χάρος, πάλι; Εμείς γυρίζουμε λίγο πίσω και μπένουμε στην κοιλάδα του Χαμούρ- κιόι. Κοντά μας έρχονται χιλιάδες γυναικόπαιδα. Δυστυχώς οι Τούρκοι μας εκατάλαβαν και αρχίζουν να μας θερίζουν με τα κανόνια τους. Γύρω από όλες τις μεριές μας κτυπούν. Το κανόνι δουλεύει φοβερά. Από τη βουή δεν μπορούμε να ακούσουμε τίποτα άλλο. Απελπίστικα. Εσχημάτισα την πεποίθησι ότι ελπίδα δεν υπάρχει και ότι καλύτερα να σκωτοθεί κανείς ή να πιαστεί αιχμάλωτος. (ΣΣ: Εννοεί, «παρά να πιαστεί). Τη σκέψι μου αυτή την είπα και του αδελφού μου, ο
οποίος μου λέγει. Πρόσεχε μη χωριστούμε και θα φυλάξω δύο σφαίρες στο πιστόλι μου.
Μια για μένα και μια για σένα. Εγώ δεν είχα όπλο, γιατί ο γκρας από τις πολλές σφαίρες είχε βουλώση και δεν άνοιγε. Τι γινότανε, δεν μπορώ να το περιγράψω. Κάθε τουρκική οβίδα που έπεφτε, έκανε θραύση. Οι τραυματίες εβόγκαγαν από τους πόνους. Εγώ με τον αδελφό μου εκαθόμαστε πίσω από μια μεγάλη πέτρα, για προφύλαξι από της οβίδες. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι γίνεται. Μια φοβερή βουή από τα κανόνια, και τίποτα άλλο. Βλέπω τον ανθυπολοχαγό μας, τον Βασιλειάδη. Κύριε ανθυπολοχαγέ, του λέου,τι θα κάμουμε; Δεν ξέρω,ότι κάνουν και οι άλλοι, μου απαντά! Σε μια στιγμή ακούγεται μια φωνή, Τσέτες!!, Τσέτες!! Και στην απέναντι κορυφή φάνηκαν καμιά τριανταριά καβαλάρηδες. ΤΙ έγινε θε μου, δεν περιγράφεται!! Πολλοί άρχισαν να τρέχουν πετώντας
τα όπλα τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά άρχισαν να φωνάζουν, ενώ οι θαρραλέοι, άρχισαν να πυροβολούν. Ευτυχώς, δεν κράτησε πολύ αυτό το κακό., γιατί επρόκειτο περί παρεξηγήσεως, και εκείνοι που ερχόσαντε δεν ήταν Τσέτες, αλλά δικοί μας. Μια οβίδα κτυπάει πάνου στην πέτρα που είμε κρυμμένος και σκοτώνει έναν λοχία και δύο βόιδια που έσερναν έναν αραμπά. Η μάχη εξακολουθεί τρομερά. Οι Τούρκοι όλο μας πλησιάζουν. Τώρα δεν μας κτυπά μόνο το κανόνι, αλλά και οι σφαίρες.
O Στρατηγός διατάσσει να στήσουμε τον ασύρματο για να πληροφορηθούμε αν στο Ουσάκ μπήκαν Τούρκοι ή το έχουν ακόμα οι δικοί μας. Ποιος να τον στήσει; Πού είναι οι τηλεφωνηταί; Είναι σκορπισμένοι εδώ και εκεί. Λίγοι που έτυχε να είναι εκεί αρνούνται
να σηκωθούν από τα διάφορα μέρη που έχουν χωθή για προφύλαξι και να ανεβούν στην κορυφή του βουνού να στήσουν τον ασύρματο. Σηκώνομαι μόνος μου. Ο αδελφός μου δεν με αφίνει. Αρπάζω στον ώμο μου την καιρέα, ανεβαίνω στην κορυφή και αρχίζω να
την εκτυλίσσω. Αι σφαίρες περνούν από τα αυτιά μου και βουίζουν. Δεν με πειράζουν όμως. Φαίνεται ότι και αυτές εκαταλάβαιναν πόσο σπουδαία ήτο η εργασία που έκανα και δεν ήθελαν να μου τη διακόψουν. Μα σας έστησα και ο κοντός εσηκώθηκε πολύ ψηλά, οι Τούρκοι εκατάλαβαν περί τίνος πρόκειται και αρχίζουν να μας βαρούν, όχι με σφαίρες, αλλά με κανόνι. Εμείς αδιαφορούμε και εξακολουθούμε την εργασία μας.
Δυστυχώς αδύνατον να μας απαντήση το Ουσάκ. Τον ξεστήνουμε και κατεβαίνουμε πάλι στη χαράδρα για να προφυλασσόμεθα. Κοντεύει να νυχτώση, αλλά πουθενά να παύση η μάχη. Πολλά από τα κανόνια τα δικά μας είναι άχρηστα. Αλλα γιατί δεν έχουν οβίδες και άλλα γιατί από της πολλές βολές άναψαν. Ενύχτωσε. Το πυροβολικό εσταμάτησε αλλά το λιανοντούφεκο και οι χειροβομβίδες κάνουν καλά τη δουλειά τους. Η πείνα και η δίψα
μου δεν λέγουνται. Ο διευθυντής μας Αμπαδογιάννης, κατά διαταγήν του Διγενή του στρατηγού μας, διατάσσει να στήσουμε πάλιν τον ασύρματον και να προσπαθήσουμε, έστω και αν πρόκειται να τον χάσουμε. Σε λίγο έρχεται και ο Στρατηγός Τρικούκης. Θεέ μου, άλλα βάσανα. Επί τέλλους, επειδή είναι σκοτάδι, κατορθώνουμε να τον στήσουμε. Γύρω γύρω από τον ασύρματο και σε απόστασι 100 μέτρων, είναι τηλεφωνιταί με τον
αδελφό μου επικεφαλής, και φυλάνε να μην περάση κανείς στρατιώτης από εκεί, εξαιτίας του ηλεκτρικού ρεύματος. Εμέ με παίρνει ο Διευθυντής ακόλουθόν του, για να πηγαίνουμε πειό πέρα, που ήσαντε οι Στρατηγοί και να λαμβάνουμε διαταγάς. Παίρνω το
όπλον ενός άλλου, το γεμίζω, και τον ακολουθώ. Παρουσιαζόμεθα στους Στρατηγούς. Οι δυστυχείς!! Κάθουνται χάμου σταυροπόδι. Κοντά τους ο επιτελάρχης Β! ΣώματοςΣυνταγματάρχης Βασιλακόπουλοςκαι γύρω γύρω ένα σωρό αξιωματικοί του
Επιτελείου. Είνε όλοι σκυμμένοι στον χάρτη, σαν να εξαρτάται από το χάρτη η σωτηρία μας. Ακούω τον Τρικούπη που λέγει. Σωπάτε βρε αδελφέ, εγώ θα κάνω εξώρμησι, και ότι γίνη. Κατάλαβα ότι είμαστε κυκλωμένο, και με κατέλαβε απελπισία. Και πάλι το Ουσάκ
δεν μας απαντά. Αναμφιβόλως κατελήφθη από τους Τούρκους. Πολλοί από τους Αξιωματικούς απελπίζονται και προτείνουν εις τους Στρατηγούς να παραδοθούμαι! Οι Στρατηγοί αρνούνται. Διατάσσεται η κανονική υποχώρησις των διάφορων μονάδων κατά
σειράν.
Δυστυχώς την στιγμήν εκείνην, συμπλέκονται αι προφυλακαί που ευρίσκοντο μόλις 100 μέτρα μπροστά από εμάς. Το τι επακολούθησε, δεν περιγράφεται. Τρεπόμεθα όλοι εις φυγήν. Ο Διευθυντής μου, καββαλάει το άλογό του και φωνάζει του αδελφού του. Κωστάκη!! Κωστάκη!! Τρέχα. Γυρίζει δε και μου λέει εμένα. Αγγελόπουλε, τον νου σου στον ασύρματο!! Αλλά και εγώ χωρίς να χάσω καιρόν, παίρνω τον αδελφό μου και φεύγουμε. Ετσι ο ασύρματος εγκατελείφθη στημένος και εργαζόμενος. Αρχίζει πάλι η
πορεία, μέσα στο σκοτάδι και με φοβερό καρδυοκτύπη. Ωρα την ώρα, περιμένουμε να πιαστούμε αιχμάλωτοι. Οι Τούρκοι μας αντελήφθησαν και όταν επροχωρήσαμε και εμπήκαμε σε ένα στένομα, μας άρχισαν στης κανονιές. Δεν υπάρχει πειό τρομερό πράγμα από να σε κτυπά ένα κανόνι τη νύχτα χωρίς να ξεύρης πούθε σε κτυπά, και χωρίς να μπορείς να προφυλαχθής. Σταματάμε την πορεία, κάνουμε επίθεσι, διασκορπίζουμε
αυτούς και προχωρούμε. Αρχίζει να χαράζει.
17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε τα υψώματα του Σαλκιοϊ. Η ώρα είναι 5-6. Εχουμε ανεβή και βρισκόμεθα στην κορυφή τελείως εκτεθημένοι. Εδώ έχουμε άλλη υποδοχή από τους Τούρκους. Αχ! Θεέ μου! Αλλα βάσανα!. Εδώ παθαίνουμε αληθηνή καταστροφή. Οπου σκάση οβίδα, είναι αδύνατον να μην πέσουν πλέον από 10. Το πυροβολικό μας καταλαμβάνει διάφορα σημεία και αρχίζει να βάλλη. Το πεζικό μας κάνει επίθεσι. Τα Τουρκικά κανόνια μας κτυπούν γύρω γύρω. Πολλοί από τους στρατιώτες πετάνε τα όπλα τους και τρέχουν να κρυφθούν. Ξαπλώνουμε με τον αδελφό μου μέσα σε ένα χανδάκι.
Εκεί ήτο ο Ανθυπασπιστής του λόχου μας, ο Ανθυπολοχαγός και ο λοχίας σιτηστής Φώτης Διαλυσμάς. Οι οβίδες σκάνε δεξιά και αριστερά. Εγώ αρχίζω να βρίζω τους αξιωματικούς. Ο Ανθυπασπιστής λαμβάνει τον λόγο και με ερωτά γιατί τους βρίζω. Γιατί αυτοί, μόνον για να διευθύνουν πανσιόν κάνουν και όχι στρατό,. Ξέρεις, μου λέει, ότι μπορώ να σε τουφεκίσω; Και ταυτοχρόνως βγάζει το πιστόλη του. Εγώ του δείχνω με το χέρι απέναντί μας που ήτο μια εκκλησία με πολλά δέντρα και ήτο μέσα κρυμμένο το Τουρκικό πυροβολικό μπου μας κτυπούσε. Και γελώντας του λέγω: Αν έχεις κουμπούρη, να πας εκεί και να μην κάθεσαι κρυμμένος στο χαντάκη. Επεμβαίνει ο Ανθυπολοχαγός και ο λοχίας και έτσι ησυχάσαμε. Το κανόνι εσταμάτισε και αρχίζουμε να κατεβαίνουμε στη χαράδρα, για να βγούμε στον δημόσιο δρόμο. Η χαράδρα είναι γεμμάτη τραυματίες και σκωτομένους. Πολλοί τραυματίες μα ς παρακαλούν να τους πάρουμε, ενώ άλλοι πειό
βαρυά μας πας παρακαλούν να τους σκοτώσουμε. Εδώ και εκεί είναι πεταμένα διάφορα πράγματα. Βαλίτσες Αξιωματικών, κιβώτια κλπ. Βρίσκω μια βαλίτσα ανοιχτή έχει διάφορα πράγματα και καμιά πενηνταριά φωτογραφίες διάφορων τοπίων της Μ. Ασίας.
Αυτές της επείρα. Πειό πέρα είναι το κιβώτιον του ταμείου του Β’Σώματος. Δεν μπορώ να βαδίσω πλέον από την πείνα και προ παντός από την δίψα. Ο Φώντας μου δίνει το άλογό του. Βρίσκουμε τον λοχία Καραχάλιο με ένα άλογ. Εχει και ένα σακκίδιο γαλέτα. Μου δίνει λίγη. Βγαίνουμε στο δημόσιο δρόμο. Από ένα μέρος του δρόμου είναι βουνά και από το άλλο κάμπος, και περνά και ποτάμι. Θεέ μου νερό!!. Παίρνω τα………………………………….
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News