Ανοιξε πέτρα για να βγω

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Ηταν τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Σημείο αναφοράς της ηλικιακής μας συνομοταξίας το καρναβάλι: Όλα περί αυτό διαρκούσαν πολλούς μήνες και μας έδιναν την ευκαιρία, την αφορμή, το άλλοθι για διεύρυνση των παρεακών δικτύων. Κάπου εκεί και κάπου με πυρήνα όλα αυτά, συμπλεύσαμε με έναν κεφάτο, καλόκαρδο και υπερκινητικό νεαρό που είχε κάνει σημαντικά βήματα στον χώρο της περιποίησης και είχε ήδη εξελιχθεί σε δυναμικό, ανερχόμενο επαγγελματία στον τομέα αυτόν. Αλλά τα δύο τρίτα της καρδιάς του δεν βρίσκονταν εκεί, παρ’ όλο που αγαπούσε και τιμούσε τη δουλειά του και τον κόσμο της.

Ο προσανατολισμός του βρισκόταν στη μιμική, με αποκλειστικότητα σχεδόν τους θρυλικούς γυναικείους χαρακτήρες της εποχής, από τον χώρο του θεάματος και του ακροάματος. Η Αλίκη, η Μελίνα, η Μαρινέλλα, η Αντζελα: Οι μιμήσεις του Τάκη Ζαχαράτου πήγαιναν γόνα. Κάποιο από τα καλοκαίρια εκείνα, μας επιφύλαξε μια έκπληξη. Εμφανίστηκε εμβόλιμα με δικό του πρόγραμμα στην επεισοδιακή «Πισίνα» των Βουλδή- Γαλάνη στο Ρίο, καταχειροκροτούμενος: Ηταν μια σαφέστατη και θαρραλέα ένδειξη πως για τον Τάκη Ζαχαράτο η ιστορία αυτή δεν έμελλε να μείνει στα επίπεδα του χόμπι και της χαριτωμένης εμμονής. Δεν ήταν πολλοί ανάμεσά μας που πίστεψαν πως μπορούσε να έχει ιδιαίτερο μέλλον στο πεδίο αυτό, όχι επειδή δεν ήταν πολύ πετυχημένος, αλλά επειδή θεωρούσαμε πως η γκάμα του ήταν πεπερασμένη, σε ένα κοινωνικό σύμπαν που άλλαζε και άφηνε πίσω του πρόσωπα και σχήματα. Ποια Μελίνα και ποια Αλίκη βρε καημένε Τάκη;

Διαψευστήκαμε- οι καημένοι εμείς- πανηγυρικά όπως αποδείχθηκε τα επόμενα χρόνια της απογείωσης του πατρινού ταλαντούχου νεαρού, που σύντομα μας ξανασυστήθηκε ως αυτοδημιούργητος, εμπειρικός σε μεγάλο βαθμό καλλιτέχνης, ο οποίος επωφελήθηκε από κάποια στοιχεία δικά του και της εποχής. Τη φλόγα του, την καπατσοσύνη του, μια σούι γκένερις ευγενική μαγκιά που τον διέκρινε, το εφτάψυχό του, τη διάθεσή του να δουλέψει σκληρά για το όνειρό του, αλλά και για το ένστικτό του, που του επέτρεψε να καταλάβει κάτι που διέφευγε στους περισσότερους της γενιάς μας, ότι δηλαδή το κοινωνικό σύμπαν διόλου δεν θα άλλαζε με τα χρόνια, αντιθέτως θα παγιωνόταν και θα επεκτεινόταν μια κολοσσιαία μαζική τάση συσπείρωσης γύρω από κοινούς κώδικες, φαινόμενο που ήταν το στοιχείο του πατρινού καλλιτέχνη ο οποίος ήταν σάρκα εκ της σάρκας του λαού και ήξερε πολύ καλά τους αέρηδες, τη γλώσσα και τις διαθέσεις της μάζας. Ετσι, εκεί που η σνομπαρία των ψευτοελίτ υποτιμούσε το όποιο κωμικό στοιχείο έχει η μιμική επί των βάρδων της πίστας και της οθόνης, ο Τάκης Ζαχαράτος βρέθηκε σύντομα να οργώνει τα αλώνια του θεάματος και να γίνεται περιζήτητος, καθώς, εκτός των άλλων, έχει μια έμφυτη γλυκύτητα που σε αφοπλίζει, αν και καλό είναι να μην παρερμηνεύεις την ευγένειά του ως αφέλεια, γιατί ο Τάκης είναι της πιάτσας άνθρωπος.

Όλα αυτά γράφονται με αφορμή δύο εμφανίσεις του στην γενέτειρα, στο θερινό Χάραμα, στις οποίες ο πατρινός καλλιτέχνης επιδόθηκε σε σώου μιμήσεων, τραγουδιού, παρλάτας, παρωδίας σε τηλεοπτικές περσόνες και σε σταρ της πίστας και του πενταγράμμου. Κέρδισε το χειροκρότημα επαξίως και απέσπασε το εύκολο γέλιο όταν ακουμπούσε αναγνωρίσιμα πρόσωπα, ήδη έχουν μετατραπεί, ελέω και του διαδικτύου, σε φιγούρες του θεάτρου των νέων σκιών της ελληνικής μετακωμωδίας, εκεί όπου η πραγματικότητα τέμνεται με την παρδαλή χροιά της δημόσιας και της τηλεοπτικής ζωής.

Ηταν φορές όπου ο Τάκης σέρβιρε στο κοινό ελαφριά πιάτα, απαραίτητα για να συγκινήσει το μαζικό κοινό, και φορές όπου ξεδίπλωνε απίστευτες αυτοσχεδιαστικές ικανότητες, προχωρώντας τη μιμική του τέχνη στην περιοχή του καρτούν και του σουρεαλισμού. Στα σημεία αυτά έπιανες να τον μακαρίζεις για την ικανότητα- η οποία παντρεύεται με μια σπάνια αίσθηση ρυθμού και μια αστείρευτη εσωτερική δύναμη- έπιανες όμως και να τον λυπάσαι που ένα τέτοιο ταλέντο υποχρεώθηκε να αναλώσει προσωπικό κεφάλαιο στα ρηχά νερά, γιατί δεν υπάρχει κοινό ποσοτικά επαρκές να σε ζήσει εάν τολμήσεις σχήματα ιδιαίτερων απαιτήσεων.

Στο φινάλε ο κόσμος τον αποθεώνει και τον ευχαριστεί. Καταλήγεις εν τέλει να χαίρεσαι που ο Τάκης απέδειξε ότι ένας Καλός Ανθρωπος μπορεί να ζήσει και να ευδοκιμήσει σ’ αυτή τη χώρα αλλά και να μελαγχολείς με την ιδέα πόσα άλλα ταλέντα της γενιάς μας δεν φτουρήσανε γιατί τους έφαγαν οι ανασφάλειες, η σιγουράντζα και η τεμπελιά. Βλέπεις, τα γνήσια λαϊκά παιδιά δεν τη φοβούνται τη δουλειά. Μια διδαχή για νέους ανθρώπους του 2022; Θέλεις να γίνεις σπουδαίος και τρανός; Ανοιξε την πόρτα και πήγαινε να γίνεις.