Χαϊχάλης

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Υπάρχουν διάφορες μορφές τιμωρίας για αξιόποινες, ανήθικες, αθέμιτες πράξεις, αν και κάποιοι φιλόσοφοι έχουν αποφανθεί ότι η χειρότερη είναι οι τύψεις. Άλλος πάλι διατείνεται ότι το χειρότερο είναι να μη σου μιλούν, να σε απομονώνουν. Μερικοί πιστεύουν ότι η καλύτερη λύση είναι η θανατική ποινή, καθώς εκτιμούν πως οι
περισσότεροι παραβάτες είναι για κρέμασμα. Δεν ξέρουμε πόσοι έχουν μείνει να θεωρούν ότι η τιμωρία είναι υπόθεση του φυσικού δικαστή. Εκείνος αποφασίζει αν θα δικαστείς, αν θα καταδικαστείς και ποια θα είναι η ποινή σου, μέσα στα περιθώρια που του δίνει ο
νόμος. Αλλά επειδή τα περισσότερα αδικήματα προκαλούν κοινωνική απαξία, ο παραβάτης έχει να αντιμετωπίσει παγωνιά και απομόνωση. Για πόσο; Για όσο. Σ’ αυτά δεν υπάρχει
τιμοκατάλογος.

Μαθαίνουμε τα νέα του Παύλου Χαϊκάλη. Προσπαθεί να τρυπώσει σε κάποια θεατρική παραγωγή, αλλά δεν λέει να του φτουρήσει. Τελευταίο κρούσμα, στον Πύργο. Κατέβηκε παράσταση πριν ανέβει, επειδή συμμετείχε ο ίδιος. Ο λόγος είναι ότι έχει κηρυχθεί
απόβλητος λόγω παρενοχλήσεων στις οποίες καταγγέλθηκε ότι επιδιδόταν. Ποινική δίκη δεν αντιμετώπισε, αλλά κράχτηκε και διαπομπεύθηκε. Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν η αναλογία μεταξύ παραπτωματικής συμπεριφοράς και απαξίωσης ήταν η δέουσα, αλλά η κατακραυγή δεν ήταν καθόλου αμελητέα.

Διαπιστώνουμε ότι δεν του επιτρέπεται καν να εργαστεί, να κάνει δηλαδή τη δουλειά την οποία γνωρίζει. Ποιος έχει εξουσιοδοτήσει ποιόν να ενεργεί σαν τιμωρητικός μηχανισμός στο επίπεδο αυτό; Ου πόρρω απέχει, που θα έλεγαν οι αρχαίοι, από το να κατασταθεί ο
ηθοποιός συμπαθής, διότι αυτό συμβαίνει όταν μια μεταχείριση σε κάνει αξιολύπητο.

Αν θεωρείς ότι ο Χαϊκάλης ως προσωπικότητα είναι απαράδεκτος- είχε δώσει και κάτι δειγματάκια γραφής προ των καταγγελιών για παρενοχλήσεις- έχεις ένα τεράστιο όπλο στα χέρια σου. Δεν πας να τον δεις. Του αρνείσαι αμοιβή. Μπορείς να προβείς και σε δημόσια
προτροπή προς την κοινωνία να μιμηθεί την αντίδρασή σου, έστω και μόνο για να συντηρήσεις τη δυσφήμιση που ο ίδιος προκάλεσε στον εαυτό του. Η παρεμπόδιση όμως στην εργασία, έχει διαστάσεις βίας και αυθαιρεσίας.

Θα πεις, δεν θα τον εμπόδιζε κανείς να εργαστεί σε κάποιο ταπεινότερο επάγγελμα, αν και έχουμε και επ’ αυτού αμφιβολίες: Η δια ζώσης κατακραυγή έχει γίνει διαδεδομένο σπορ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό είναι το επάγγελμά του. Αυτό ξέρει να κάνει. Ας παίζει έστω ενώπιον των όποιων λίγων θεατών δεν έχουν ενδοιασμούς για το θρυλούμενο ποιόν του καλλιτέχνη. Αλλά ίσως εκεί είναι το ζουμί: Του φράζουμε την πρόσβαση επειδή διαβλέπουμε πως οι θεατές αυτοί δεν είναι διόλου λίγοι. Συνεπώς το πρόβλημά μας δεν είναι ο Χαϊκάλης αλλά ο φιλοχαϊκαλισμός, η μερίδα δηλαδή του κοινού που πιστεύει πως έλα μωρέ με τις παρενοχλήσεις, σιγά τα ωά, τώρα το θυμήθηκαν κι αυτές, δεν τολμάμε να πούμε μια κουβέντα σε μια γυναίκα, λες και δεν τους καλαρέσει το βρωμολογάκι, παλιοσουρλουλούδες με την επιλεκτική αξιοπρέπεια.

Δεν κάνουμε συμψηφισμό ανάμεσα στην σεξουαλική κακοποίηση και την υπεραντίδραση. Πρόκειται για δύο διαφορετικά μεγέθη. Αποστρεφόμαστε την πρώτη. Μας παγώνει η δεύτερη. Στριφογυρίζουμε γύρω από την ανάγκη να βρίσκουμε το μέτρο. Και με τους Χαϊκάληδες τι θα γίνει; Ισως είναι αποπροσανατολισμός να εξαντλείς την ενέργειά σου σε βάρος ενός θύτη- αποκρουστικού αλλά αβλαβέστερου σε σχέση με άλλες περιπτώσεις όπου η κακοποίηση ήταν μορφή τρομοκρατίας- και να μην εστιάζεις σε μια φιλική, προσεγγίσιμη εξήγηση των λόγων που κάποιες συμπεριφορές, τρίτων ή και δικές μας, πατάνε στο κόκκινο.

Τέλος πάντων, άλλο η απαξία, άλλο η αποδοκιμασία και άλλο η ηθική εξόντωση. Δεν είναι ωραίο πράγμα, πώς το λένε.