Χειμώνας του ’21-‘22

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Συνέπεσαν οι αρχηγοί των αντιπολιτευτικών κομμάτων. Ο λαός έδωσε ηχηρή απάντηση με την καθιερωμένη μορφή του ηχηρού μηνύματος, σύμφωνα με τον όρο που εισήγαγε ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν το ΠΑΣΟΚ έχασε τους μεγάλους δήμους, το 1986, πλην Πατρών φυσικά. Το μήνυμα λέει ότι ο λαός δεν θα επιδείξει καμία ανοχή στην ακρίβεια των αγαθών και των καυσίμων. Φαίνεται ότι ήταν πολύ αγριεμένο το μάτι μας στη χθεσινή 24ωρη κινητοποίηση. Αλλά βέβαια όταν λέμε λαός, μιλάμε εξ ονόματος και αυτών που δεν απέργησαν, οι οποίοι συμμερίζονται ασφαλώς τα ίδια αισθήματα για την ακρίβεια, αλλά δεν τους παίρνει να χάσουν τον τζίρο μιας ημέρας που θα βγάλει πολύ κόσμο στην πόλη απαλλαγμένο από εργασιακές υποχρεώσεις.

Μια 24ωρη απεργία με μια πορεία δύο ωρών δεν τη λες και Στάση του Νίκα. Προφανώς η αντιπολίτευση δεν περιμένει κάποια χειμερινή εξέγερση μόλις φουντώσουν οι λογαριασμοί του ρεύματος, της θέρμανσης και του σούπερ μάρκετ, αλλά επενδύει πολιτικά στην κοινωνική δυσφορία που θα μεγαλώσει περισσότερο, εύλογα. Δεν βγαίνει η ζωή με αυτά τα κόστη. Οι ασθενέστερες τάξεις ζουν με πολύ σοβαρές στερήσεις και υστερήσεις. Οι μεσαίες, δαπανούν όλο τους το εισόδημα για τα απολύτως βασικά και η ποιότητα ζωής τους παραέχει χλωμιάσει.

Φωνάζουν και οι πλούσιοι πλέον, άλλοι επειδή ανησυχούν ότι θα χάσουν το πάτωμα κάτω από τα πόδια τους, άλλοι επειδή βλέπουν να φωνάζουν οι άλλοι, άρα ας φωνάξω κι εγώ για ξεκάρφωμα. Μην ξεχνάμε ότι πολλοί πλούσιοι είναι πλούσιοι επειδή δεν τους αρέσει καθόλου να ξοδεύουν για δαπάνες που δεν εγκρίνουν. Οκ, να δώσουμε 50.000 ευρώ για ένα αυτοκίνητο που είναι γεμάτο οθόνες, όπως ο πύργος ελέγχου στο Κανάβεραλ. Αλλά όχι και να δώσουμε χίλια ευρώ για πετρέλαιο.

Η μνήμη μας πηγαίνει στο 2015, τότε που η μισή Ελλάδα πίστεψε ότι μια κυβερνητική μεταβολή είναι αρκετή για να αλλάξουν τα πράγματα. Αποδείχθηκε πως δεν ήταν, όπως επίσης αποδείχθηκε ότι το προφανές φυγείν αδύνατον, όπως και το πεπρωμένο. Και το προφανές έλεγε πως ήταν αδύνατο να μας βοηθήσει μια κυβερνητική μεταβολή, πολλώ δε μάλλον όταν η νέα κυβέρνηση επιμένει ότι ο τόπος μπορεί να κυβερνηθεί με περήφανη αψήφηση των δεδομένων. Θα πεις, και στην Πίνδο αψηφήσαμε τα δεδομένα και κερδίσαμε. Ναι, αλλά τότε κρατούσαμε και ένα τουφέκι στο χέρι, ενώ το 2015 κρατούσαμε μόνο σημαίες και ντουντούκες.

Το 2015 με το 2022 μοιάζουν ως προς το ερώτημα των περιθωρίων για μια πολιτική που θα κάνει λιγότερο επαχθείς τις συνθήκες για την κοινωνία. Το 2015 δεν υπήρχαν. Είχαμε μπροστά μας μια σύμβαση αναγκαστικής προσχώρησης. Το 2022 υπάρχουν; Η αντιπολίτευση- αντιπολίτευση είναι, και οφείλει να εμφανίζει την κυβέρνηση ως σκέτη καταστροφή σε μια χώρα με μανιχαϊστική κουλτούρα για την πολιτική αντιπαράθεση- ξαναπαίζει το παιχνίδι του 2015. Δημοσκοπικά, σε αυτή τη φάση, δεν της βγαίνει.

Αλλά οι όροι μπορούν να μεταβληθούν εάν ο χειμώνας εξελιχθεί βάρβαρα και ο κόσμος φτάσει πιο πέρα και από το αμήν, και επιπλέον η απλή αναλογική μπορεί να κάνει παιχνίδια και ανακατέματα. Από την άλλη πλευρά, και αν ακόμα η κυβέρνηση Μητσοτάκη κρατήσει το πάνω χέρι, η δυσφορία και η ταλαιπωρία θα αποτελέσουν ενεργειακά φορτία που θα επιδράσουν στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα κατά τρόπο αρνητικό στον άξονα μεταξύ κοινωνίας και θεσμών. Το ζήσαμε κι αυτό στο διάστημα 2011 και 2015. Και δεν έχει θεραπευθεί, αλλά παραμένει ακόμα ενεργό, σαν την ανάμνηση παθογόνων σωματιδίων που φωλιάζουν σε έναν οργανισμό.

Θα τον θυμόμαστε για χρόνια τον χειμώνα που έρχεται. Οι παλιότεροι είχαν να λένε για τον χειμώνα 1941-42. Καμία σχέση: Τότε μάζευαν τους νεκρούς με τα κάρα στους δρόμους τους Αθήνας, συνεπεία κρύου και πείνας. Όμως η κοινωνία δεν συγκρίνει ούτε διδάσκεται από την ιστορία ούτε καν γνωρίζει την ιστορία. Η κοινωνία πεινάει, κρυώνει, αδημονεί, αγανακτεί, χαίρεται, αποκηρύσσει, ενθουσιάζεται, απογοητεύεται σύμφωνα με όσα βλέπει στο σπίτι της και στο μαγαζί της. Ακόμα και αν δεν ρίχνει την κυβέρνηση, μια οργισμένη και πιεσμένη μάζα είναι κακός μπελάς και για τις εξουσίες, και για την καθημερινότητα, και για την αγορά. Μόνο ο Παπακαλιάτης τη γλυτώνει, γιατί γεμίζει τα βράδια του κοσμάκη.