Χρήστος Χωμενίδης: «Η τιμή για τη βράβευσή μου ανήκει στην Ελλάδα»
Εχοντας αφιχθεί από τις Βρυξέλλες, όπου του απονεμήθηκε το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για τη «Νίκη» (εκδ. Πατάκη), ο Χρήστος Χωμενίδης μιλάει στην «ΠτΚ» για τα συναισθήματά του, αλλά και για το νέο του βιβλίο «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» (επίσης από τις εκδόσεις Πατάκη). Ενα απολαυστικό μυθιστόρημα, το οποίο μπολιασμένο με το χιούμορ του συγγραφέα, πατάει «κουμπάκια» που, συνδεδεμένα με τη σύγχρονη πραγματικότητα, ανάβουν το φως σε ένα σωρό «γωνιές» της με τα όποια καλά και άσχημά της. Γι’ αυτό και μας αγγίζει, γι’ αυτό και περνάμε υπέροχα με τον αξιαγάπητο Τζίμη.
Μαθαίνετε ότι σας απονεμήθηκε το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος για τη «Νίκη» σας. Η πρώτη αντίδρασή σας;
Χάρηκα πάρα πολύ. Για την ακρίβεια, χοροπήδησα από τη χαρά μου.
Και η κόρη σας Νίκη, πώς αντέδρασε στο άκουσμα της βράβευσής σας για το -αφιερωμένο σ’ εκείνη- βιβλίο με επίκεντρο τη συνονόματη γιαγιά της;
Οπως ακριβώς και εγώ. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και συνεχίσαμε το πρόγραμμά μας. Αλίμονο εάν ένα βραβείο -όσο σημαντικό και καλοδεχούμενο και αν είναι- μπορεί να αλλάξει την καθημερινότητά μας ή τον τρόπο που βλέπουμε ο ένας τον άλλον.
Πάμε στον τον αξιολάτρευτο Τζίμη σας. Αν λογάριασα καλά, από τις ημερομηνίες που αναγράφονται στο τέλος του βιβλίου, κυοφορήθηκε εννέα μήνες -κάποιους του εγκλεισμού;
Συνέλαβα τον «Τζίμη στην Κυψέλη» τον Μάιο του 2020. Μόλις είχε λήξει η πρώτη καραντίνα. Αρχισα να τον γράφω σχεδόν αμέσως και τον ολοκλήρωσα τον Μάρτιο του 2021. Σε χρόνο ρεκόρ για τα δικά μου δεδομένα. Οι λέξεις και οι φράσεις κυλούσαν νεράκι, γέμιζαν τις σελίδες. Προφανώς όσα ήθελα να πω με αυτό το μυθιστόρημα υπήρχαν, αποκρυσταλλωμένα σχεδόν, μέσα μου. Συνέβαινε και κάτι άλλο: Η παρούσα πραγματικότητα -το εδώ και το τώρα- με πολιορκούσε, με ερέθιζε, με ενέπνεε. Επέλαυνε καταπάνω μου προτού το ζητήσω.
Γιατί επιλέξατε να μιλήσετε μέσω ενός θεατρανθρώπου για ό,τι σήμερα μας αγγίζει ποικιλοτρόπως;
Ο «Τζίμης στην Κυψέλη» θα μπορούσε πράγματι να ασκεί ένα διαφορετικό επάγγελμα. Να είναι έμπορος ξηρών καρπών, ιδιοκτήτης ζαχαροπλαστείου, μικρομεσαίος επιχειρηματίας τέλος πάντων. Το ότι τον έκανα θεατρώνη εκκινεί από τη δική μου, εξ απαλών ονύχων, αγάπη για το θέατρο και για τους ανθρώπους του. Σίγουρα πάντως -σας δίνω τον λόγο της τιμής μου- δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όσα θλιβερά αποκαλύφθηκαν τους πρώτους μήνες του 2021 για κάποιους, λίγους ευτυχώς, που κατείχαν κομβικές θέσεις στο ελληνικό θέατρο.
Ο τελευταίος των Μοϊκανών (αναλογικών) σ’ έναν ψηφιακό κόσμο, ο οποίος του δείχνει το άσχημο πρόσωπό του (δεν θα κάνουμε σπόιλερ). Πόσο ζημιογόνα μπορεί να αποδειχτούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε προβληματικά «χέρια»;
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διανύουν ακόμα μια πολύ ταραγμένη παιδική -για να μην πω νηπιακή- ηλικία. Εχουν, προσωρινά ελπίζω, καταπέσει τα όρια ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο. Εκατομμύρια άνθρωποι εκτίθενται και εκθέτουν. Καταναλώνονται και καταναλώνουν βουλιμικά. Υπάρχουν πιότερο στον κυβερνοχώρο παρά στις -με σάρκα και οστά- ζωές τους.
Κάθε νόμισμα, βεβαίως, έχει δύο όψεις. Χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο κόσμος συναντιέται, σχετίζεται (έστω και εξ αποστάσεως), διασκεδάζει τη μοναξιά του. Εκφράζεται, μοιράζεται ευαισθησίες και ανησυχίες.
Η πιο αρνητική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι οι συχνότατοι λιθοβολισμοί. Οι διασυρμοί. Οι δολοφονίες χαρακτήρων. Γνωρίζετε πόσοι έφηβοι έχουν υποστεί ανελέητο ψηφιακό μπούλινγκ. Κι ακόμα πιο πολλοί ενήλικες. Βαριά ένοχοι μερικοί. Εν πλήρη συγχύσει αθώοι οι περισσότεροι. Θύματα ενός στραβοπατήματος, μιας κακής τους στιγμής που μπορεί να ακυρώσει μια ζωή ολόκληρη.
«Οι άνθρωποι αποκαλυπτόμαστε ως η χειρότερη αρρώστια. Αφ’ ης στιγμής εμφανιστήκαμε, μολύνουμε, ισοπεδώνουμε, αφανίζουμε ό,τι βρεθεί στον δρόμο μας» διαβάζουμε. Απέναντι στην κυριολεκτική αρρώστια των ημερών μας -την πανδημία- ποιο πρόσωπό μας έχουμε δείξει έως τώρα, λέτε;
Εχουμε δείξει σχεδόν όλα μας τα πρόσωπα. Και της καλοσύνης, της ενσυναίσθησης, της αλληλεγγύης. Και της μισαλλοδοξίας, της δεισιδαιμονίας, της στείρας άρνησης. Εάν έπρεπε πάντως να μας βαθμολογήσουμε συνολικά, πιστεύω ότι θα περνούσαμε άνετα τις εξετάσεις. Στη μεγάλη μας πλειονότητα βρεθήκαμε και βρισκόμαστε, με αμφιταλαντεύσεις έστω και πισωγυρίσματα, στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Οι άνθρωποι -ξέρετε- αποτελούν κινούμενες αντιφάσεις. Περιέχουν και το πρόβατο και το λιοντάρι και το φίδι και το πουλί. Κάποτε σούρνονται με την κοιλιά στη λάσπη και κάποτε υψιπετούν.
Ο ήρωάς σας βρίσκει την απόλαυση στα πιο απλά. Ξεχειλίζει από χαρά. «Η χαρά αποτελεί δικαίωμά μας. Προορισμό μας», η πατρική «πυξίδα» του. Είναι «άνθρωπος του φωτός». Πώς θα ήταν ο κόσμος μας γεμάτος Τζίμηδες Παπιδάκηδες;
Πολύ πιο ευφρόσυνος και συμπονετικός. Ενας κόσμος -ολάνθιστος κήπος, με μερικά βεβαίως παραγινωμένα φρούτα… Ο Τζίμης Παπιδάκης το μοιράζεται αυτό και με τον Αλέξανδρο Στρόφαλη στη «Νίκη» και με τον Πάρη Κερκινό στον «Φοίνικα» και με τον Μενέλαο στον «Βασιλιά Της». Οσο κι αν διαφέρουν σε χίλια πράγματα ανάμεσά τους, οι ήρωές μου είναι αγόρια της απόλαυσης. Καθόλου μίζεροι. Ελάχιστα σκοτεινοί.
Πώς περάσατε, αλήθεια, μαζί του (ξανα)ζώντας τη -σημερινή, ωστόσο- Κυψέλη;
Θαυμάσια! Ανακαλύπτω την Κυψέλη κάθε μέρα κι ας έχω ζήσει εκεί όλα μου τα χρόνια. Θυμάμαι πάντα ένα ποίημα του Καβάφη: «Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια. / Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα. /Κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.» Για τον Καβάφη ήταν η Αλεξάνδρεια. Για εμένα είναι η Κυψέλη.
«Εχω γίνει εκείνος ακριβώς που ήθελα πάντα να είμαι» λέει ο Τζίμης. Εσείς, σε αυτή τη φάση της ζωής σας, τι θα λέγατε;
Δεν θα έλεγα τίποτα. Θα έφτυνα τον κόρφο μου και θα κοιτούσα να αποδειχθώ αντάξιος της εύνοιας που μου δείχνει εσχάτως η τύχη, κάνοντας το καλό. Βοηθώντας, εμψυχώνοντας τους γύρω μου.
Σε λίγες μέρες αλλάζει η χρονιά. Τι αλλαγές θα θέλατε να φέρει;
Να σημάνει το τέλος της πανδημίας, που τόσο μας βασάνισε.
Κλείνοντας, ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από την απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Βιβλίου στη «Νίκη», στις Βρυξέλλες.
Δεν θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ενωση να με τιμήσει περισσότερο. Η τιμή ωστόσο δεν μονοπωλείται από τον Χωμ-Χωμ, ο οποίος παίρνει πολύ στα σοβαρά το έργο του μα καθόλου στα σοβαρά τον εαυτό του. Η τιμή ανήκει στην Ελλάδα, στη γλώσσα της και στους ανθρώπους της. Μακάρι η βράβευση της «Νίκης» να γίνει αφορμή για να στρέψει η Ευρώπη το βλέμμα της προς τους νεότερους και νεότατους καλλιτέχνες και δημιουργούς.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News