Δεν έγινε Λούης

Οι παροιμίες δεν αναθεωρούνται. Όλα τα’ χε η Μαριορή, πάει και τελείωσε, καμία δεν θα της πάρει τη θέση στη μικρή, διδακτική ιστορία με τον φερετζέ, ο οποίος έλλειπε. Αδιανόητο συνεπώς, να γίνει Λούης ο Βασιλάκος. Οι νεοέλληνες ζυμώθηκαν επί 130 χρόνια με τη φράση «έγινε Λούης», που παραπέμπει σε άνθρωπο που φεύγει από μπροστά μας σα σίφουνας, αν και οι μαραθωνοδρόμοι δεν είναι σπρίντερ, πόσο μάλλον οι μαραθωνοδρόμοι του 1896.

Μεγαλώσαμε με τον θρύλο του Σπύρου Λούη, του νερουλά από το Μαρούσι που ήρθε από το πουθενά και κέρδισε τον πρώτο μαραθώνιο δρόμο της ιστορίας. Εκπαιδευτήκαμε πάνω στο επικό αυτό σαξές στόρι του ταπεινού μεροκαματιάρη που είχε μάθει να ανταγωνίζεται τα κατσίκια στα κακοτράχαλα μονοπάτια, οδεύοντας βαρυφορτωμένος και πήγε και ρεζίλεψε απροπόνητος τους καλογυμνασμένους λεβέντες των στίβων της εποχής. Ηδη από
τότε βέβαια είχε ακουστεί ότι ο Λούης δεν είχε ολοκληρώσει τη διαδρομή, αλλά έκλεψε χιλιόμετρα. Ενας παλιός μας είχε πει ότι μάλλον έκοψε δρόμο, γιατί ήξερε τα παρθένα κατατόπια. Αλλά η αλήθεια πρέπει να ήταν άλλη: Τον μετέφερε ένα κάρο για κάμποσο
διάστημα και όταν πλησίασε στο Παναθηναϊκό Στάδιο αποβιβάστηκε και τερμάτισε ατσαλάκωτος μέσα σε αποθέωση. Ολοι έχουμε δει τη γκραβούρα με τους θεατές που πετάνε τα καπέλα τους στον αέρα, τρελαμένοι από τη χαρά στην ιδέα ότι ένας Ελληνας
αθλητής τρέχει τη διαδρομή που έκανε διάσημη ο θρυλικός δρομέας του Νενικήκαμεν, Μάχη Μαραθώνα, 490 πΧ, και κατατροπώνει τους ξένους. Είμαστε στην εποχή της μεγάλης δίψας για
επέκταση του ατροφικού ελληνικού κράτους, μας έχουν πάρει τα μυαλά οι Ολυμπιακοί Αγώνες που αναβιώνουν χάρη στον Ντε Κουμπερτέν και στον Βικέλα, και ο Ελληνας νικητής έρχεται να ενώσει την κοινωνία του ’96 με τον αρχαίο εαυτό των Ελλήνων.

Λίγοι δίνουν σημασία στον δεύτερο δρομέα, και πάντα μας έκανε μια εντύπωση αυτό: Ασήμαντο είναι να έρχεται δεύτερος σε μαραθώνιο, όταν μάλιστα είναι και αυτός Ελληνας; Ο Βασιλάκος,
λοιπόν, είναι κανονικός αθλητής. Προ ημερών διαβάζαμε ότι τον άνθρωπο τον είχε πνίξει το παράπονο. Ορκιζόταν ότι στη διαδρομή δεν τον είχε περάσει κανείς- οι δρομείς ξέρουν πολύ καλά τι
τους γίνεται- και πάντως όχι ο Λούης. Ο ίδιος έλεγε ότι μετά τον αγώνα κατηγόρησε κατάμουτρα τον Λούη ότι έκανε απάτη αλλά δεν τον κατήγγειλε δημόσια για να μη χαλάσει το κλίμα. Διαβάζουμε στη Νέα της Δευτέρας ότι αρκετοί ακόμα που είχαν ξύσει το ζήτημα, είχαν πέσει σε ενδείξεις ότι ο Λούης είχε κάνει υποβοηθούμενος λαθροχειρία. Πράγματι, εδώ που τα λέμε, ποιος μπορεί να τρέξει 42
χιλιόμετρα , και μάλιστα κάνοντας πρωταθλητισμό, όντας εντελώς απροετοίμαστος για μια τέτοια δοκιμασία. Μπορεί ένας ταχυδρόμος να νικήσει τους Κενυάτες μαραθωνοδρόμους επειδή έχει
ψηθεί στα περπατήματα;

Αλλά γιατί να στηθεί η απάτη αυτή, αφού ο Βασιλάκος ήταν επίσης Ελληνας λεβέντης και καραμπουζουκλής; Ισως έπαιξε ρόλο το προσωπικό στοιχείο: Κάποιος μπαγαμπόντης του μηχανισμού έστησε την κατάσταση υπέρ του γνωστού του. Ισως έδενε ποιο ωραία η εικόνα του ξωμάχου που γελοιοποιεί τους λιμοκοντόρους, δυτικότροπους των γυμναστηρίων που οι εγχώριοι οριεντάλ έκριναν θωρούσαν ως φλούφλικα πράματα. Το βέβαιο είναι ότι Λούης καταξιώθηκε ως πρώτος και τελευταίος χρυσός ολυμπιονίκης μας της προπολεμικής περιόδου και έγινε συνώνυμο της λεβεντιάς , ζωντανή απόδειξη της υπεροχής του ελληνικού γονιδίου και σύμβολο της προϊούσας θεραπείας της ανισότητας μεταξύ απελευθερωμένης Ελλάδας και Εσπερίας. Ο Λούης, ας πούμε,
ήταν ένα Γούρο χωρίς Ρεχάγκελ, έναν αιώνα νωρίτερα.

Ένα έτος αργότερα, η χώρα ξεκινάει τον πόλεμο του 1897. Η μεγάλη δίψα μας οδηγεί στη μεγάλη νίλα. Ο Λούης έχει θεμελιώσει τη θέση του επωνύμου του στην παροιμία που λέγαμε, κι ας μην άξιζε γι’ αυτό ούτε η ταχύτητά του ούτε η αθλητική του επίδοση. Αλλά η ζωή απέδωσε δικαιοσύνη, γιατί με τα χρόνια το «έγινα Λούης» έφτασε να σημαίνει «το έσκασα», «μη με είδατε», όχι και πολύ παλικαρίσια πράγματα. Και ο Βασιλάκος αποκαθίσταται, έχοντας πεθάνει αδικημένος, αλλά έχοντας γλιτώσει την παρασημοφόρηση από τον Χίτλερ, την οποία είχε δεχθεί περιχαρής και ανύποπτος ο Λούης, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου, το 1936. Φορώντας φουστανέλα, αλίμονο. Τι λεβέντες είμαστε. Όλα τα είχε η Μαριορή, το χρυσό μετάλλιο της έλλειπε.