Ένα κοινό μάλαμα

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Βάλαμε κι εμείς ένα πανό μέσα στο γραφείο και κρεμάσαμε και μια σημαία στο σπίτι που γράφει «Βιαστής Είναι» και περιμένουμε τα αποτελέσματα. Πήγαμε με ένα τέτοιο πανό και στη συναυλία του Μάλαμα, αλλά ο τραγουδοποιός μας ζήτησε να το κατεβάσουμε. Είχε κι ένας άλλος ένα πανό, που έλεγε «Λεφτεριά στην Ουκρανία», πολύ επίκαιρο. Λέει κανείς όχι σε ένα τέτοιο σύνθημα; Ενας άλλος σήκωσε πανό που έλεγε «Εδώ και τώρα, μέτρα για το κλίμα», μια υπερεπείγουσα ανάγκη, με δεδομένους τους καύσωνες, τις πλημμύρες, τα αλλοπρόσαλλα καιρικά φαινόμενα που σκοτώνουν πλέον ανοιχτά κόσμο διεθνώς. Μια άλλη παρέα μας θύμισε το έγκλημα της παράνομης και ανήθικης κατακράτησης των
Γλυπτών του Παρθενώνα. Αντιτίθεται κανείς στην εύλογη αυτή διεκδίκηση, που αποτελεί ζήτημα πολιτισμού και δικαιοσύνης; Ενας άλλος σήκωσε πανό «Δεν ξεχνώ», για την Κύπρο, κι ένας άλλος ένα «Ούτε κι Εγώ», για τη Μικρασία: Εχουμε τα 100 χρόνια από την
Καταστροφή. Δεν πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό; Μια συντροφιά παραπάνω ανησυχεί για την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία, και βρήκε ένα παλιό πανό, «Κορόιδο Μουσολίνι», από σχολική γιορτή του ’60. Πανό στο πανό, στο τέλος κάποιοι από τα πάνω διαζώματα άρχισαν διακριτικά να μας θέτουν υπόψιν ότι δεν έβλεπαν τον τραγουδιστή, αλλά κι εμείς τους εξηγήσαμε ότι δεν μπορεί να προτάσσεις αυτή την αξίωση μπροστά σε τόσα φλέγοντα
μέτωπα- εφιάλτες στη δημοκρατική συνείδηση και το συλλογικό ήθος.

Οι ίδιοι ωστόσο αντέτειναν ότι η σοβαρή, ειλικρινής, ευαίσθητη, ανήσυχη τέχνη τα εμπεριέχει όλα αυτά. Η ενεργός παρουσία σου σε μια συναυλία, σε μια έκθεση ζωγραφικής, σε ένα βιβλιοπωλείο υποδηλώνει τον σεβασμό σου στον ανθρωπισμό, στην ισότητα, τη δικαιοσύνη, ένα τεκμήριο ότι συμμερίζεσαι σαν μείζονα προτεραιότητα τον σεβασμό των αδυνάτων, τη χαλιναγώγηση των ισχυρών, για όλα αυτά μιλάει η τέχνη, αλλά και όταν ακόμα δεν τα θίγει όλα – πόσα μηνύματα μπορεί να υπηρετήσει ένα έργο;-
αποτελεί η ίδια μια πρόσκληση στο ευγενές, το γενναίο, το έντιμο, το αξιοπρεπές, το ωραίο, άρα κάθε συμμετοχή και παράδοση στην καλλιτεχνική έκφραση αποτελεί μια συνομολόγηση προσήλωσης στις αξίες που η τέχνη υπηρετεί, υπερασπίζεται και αναζητά,
ακόμα και αν δεν έχει καθαρές απαντήσεις στα ερωτήματα του καιρού μας ή της ιστορίας.

Ακόμα και όταν το κοινό είναι άδειο, η τέχνη δίνει αφορμές για μια αφύπνιση, μια συνειδητοποίηση της κενότητας του κοινού. Παράλληλα, ναι, το κοινό δεν είναι μεν παθητικός δέκτης, είναι και πομπός, γιατί η ενεργή του συνείδηση και το θυμικό του
ζυμώνονται με την ανοικτότητα του καλλιτέχνη, όμως η κατάχρηση του ρόλου αυτού ανατρέπει τις ισορροπίες και αναιρεί την τέχνη ως αυθύπαρκτο γεγονός, την σχετικοποιεί, την αποδυναμώνει, είναι σαν να λέμε τα δικά μας και ενδιάμεσα ένας τροβαδούρος να
πασχίζει να μας ψυχαγωγεί ή να επιβεβαιώνει και να ταϊζει την αυταρέσκειά μας. Σαν θεατής πας κατ’ αρχήν να ακούσεις και να επηρεαστείς, να μετέχεις στην ανάπτυξη των αλληλεπιδράσεων, και όχι για να επηρεάσεις εσύ με την εαυτάρα σου, ερήμην του
καλλιτέχνη και των προθέσεών του. Στην περίπτωση αυτή, ασκείς βία ηθική και αισθητική και είσαι παραφωνία και λάθος, πολύ περισσότερο εάν ο σκοπός σου είναι βαθύτερα παραταξιακός και προπαγανδιστικός και η χρήση των γεγονότων στην οποία επιδίδεσαι είναι προσχηματική. Εδώ υπάρχει ένα έλλειμμα ήθους το οποίο μάλιστα, λόγω αλαζονείας και παρορμητικότητας, αγνοεί τον εαυτό του, αλλά ξεχειλίζει άγαρμπα από το δίκιο του.

Αλλά αν το γεγονός που προκαλεί τη διαμαρτυρία, η απρόσμενη και δυσεξήγητη ηθικά και νομικά απελευθέρωση δηλαδή ενός βιαστή, αποτελεί μια τρομακτική πρόκληση, ένα πραξικόπημα, μια κατάλυση του συντάγματος, να αφήσουμε τα πανό, τον Μάλαμα, το
Ολυμπιακός- Μακάμπι, να τρέξουμε εν σώματι, να μπουκάρουμε στη Βουλή, στο Προεδρικό Μέγαρο, με βερμούδες και χωρίς βιολιά, στο Πρωθυπουργικό Γραφείο, να ανατρέψουμε, να προστατεύσουμε, να αποκαταστήσουμε δημοκρατία και δικαιοσύνη, να ξαναπάρουμε το Μεσολόγγι εντ δεν γουί τέικ Μπερλίν. Αν τα πράγματα δεν είναι και τόσο έτσι, ας κατεβάσουμε τα πανό και ας εισπνεύσουμε το ατέλειωτο βαρύ τσιγάρο της
μοναξιάς του Μάλαμα: Να γιατί νιώθουν μόνοι, με τόσο κόσμο, οι καλλιτέχνες.