Evil under the sun*

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Μια φορά κι έναν καιρό, το θαλασσινό μπάνιο σήμαινε ότι θα είμαστε βρεγμένοι όση ώρα και αν είμαστε στην παραλία ή θα μας απασχολούσαν παιχνίδια στην άμμο, επιστρέφοντας δε το απόγευμα επιθεωρούσαμε πλάτες για να ελέγξουμε τα εγκαύματά μας. Αφελείς, ανυποψίαστοι, ανενημέρωτοι, επιπόλαιοι. Η ιδέα της ξαπλώστρας ήταν αδιανόητη. Ξαπλωμένος ήσουν τη νύχτα ολόκληρη. Η ξάπλα ήταν για τους ασθενείς και τους καταγματίες.

Μπαίνοντας σε ωριμότερες ηλικίες συνεχίσαμε τις ανώριμες ηλιοθεραπείες, σε μια πετσέτα, κουβεντιάζοντας ή διαβάζοντας σε μια άβολη άμμο. Με τα χρόνια οι τάσεις άλλαξαν: Πλέον ο ήλιος θέλει ίσκιο. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά είναι σχεδόν κωμικός ο αγώνας που δίνουμε για να χαρούμε τον ήλιο σκιασμένοι και να περάσουμε τέσσερις και πέντε- κάποιοι περισσότερες- ώρες κάτω από μια ομπρέλα, σε απόσταση μερικών μέτρων από το κύμα, το οποίο χαζεύουμε όπως τις φλόγες του τζακιού ή τις εικόνες της τηλεόρασης. Η εκδοχή αυτή της σχόλης είναι μια μορφή χαλάρωσης για τον περισσότερο κόσμο. Οι παλιότεροι, όταν έλεγαν ότι πάνε για μπάνιο, εννοούσαν αυτό ακριβώς:

Πήγαιναν, βουτούσαν , κολυμπούσαν, στέγνωναν, επέστρεφαν. Αλλοι καιροί. Το φαγητό εκτός σπιτιού ήταν αδιανόητο ή σπάνιο, είτε για λόγους οικονομικούς, είτε για λόγους αντιλήψεως. Η νοικοκυρά θεωρούσε αμαρτία να μη μαγειρέψει και η οικογένεια θεωρούσε χαοτική ιδέα τον διασκορπισμό: Το μεσημέρι μαζευόμαστε. Θεωρούσαμε ότι το να είσαι στο λιοπύρι ώρα 4 μμ, είναι για τους αλλόκοτους.

Η δουλειά των εποχών είναι να αλλάζουν. Σήμερα λειτουργούμε διαφορετικά και αυτός ο νέος τρόπος στην απόλαυση της θάλασσας μετέτρεψε την ξαπλώστρα με την ομπρέλα σε μεγάλους πρωταγωνιστές των παραλιών και των διακοπών. Σε πλείστες περιπτώσεις έγιναν χρηματιστηριακό είδος, τα ξέρουμε, τα συζητάμε περισσότερο από κάθε τι τα τελευταία καλοκαίρια. Ποιος διανοείτο να σε ρωτήσει πόσο χρεωνόταν η ξαπλώστρα στην Κέρκυρα, ας πούμε, το 1990 ή και το 2000 ακόμα; Σήμερα η σειρά των ερωτήσεων είναι: 1. Πήγες πουθενά; 2. Πού, αν επιτρέπεται; 3. Τις ξαπλώστρες πόσο τις είχε; 4. Τι λες μωρέ παιδάκι μου. Σοβαρά; Διερωτάσαι αν τον Μητσοτάκη θα τον ρίξει η τιμή του ρεύματος ή η ομπρέλα του Αιγαίου.

Ισως και να έχει αλλοιωθεί η κοινωνιολογική συντεταγμένη του μπάνιου. Αλλοτε ήταν σχεδόν καθιερωμένο το μπάνιο ως παρεακή υπόθεση. Πλέον κερδίζει έδαφος η ζευγαρωτή εκδοχή, ένα σχεδόν κλειστό δίδυμο σχήμα, που αναζητά σιωπή και ησυχία είτε επειδή έχει έρωτα πολύ ή επειδή έχει στρες, είτε επειδή δεν έχουμε τίποτα στο κεφάλι μας μέσα, κάτι προτιμότερο από το στρες, αν και ο κενός εγκέφαλος επίσης μπορεί να εκδηλώνει στρες, απλά ο φορέας του δεν το ξέρει. Μια τέτοια συνθήκη συμπληρώνεται αλλά και συμβολίζεται από την ομπρέλα, όπως το αλάτι και το πιπέρι με το ενδιάμεσο δοχείο με τις οδοντογλυφίδες.

Αν σκοπεύεις να περάσεις πέντε ώρες στο κύμα, καλά κάνει και σου ζητάει τα μαλλιοκέφαλά του ο ομπρελάς. Πλήρωσε, φορτώθηκε, στρώνει, συντηρεί έναν βαρύ και δυσκίνητο εξοπλισμό, για να απολαύσεις έναν όρμο χάρμα της φύσης. Και θέλεις να το κάνεις με ένα τάλιρο; Ποιος από τους δυο σας είναι ο αισχροκερδής; Εσύ χαίρεσαι το καλοκαίρι σου. Εκείνος δεν παίρνει ούτε ρεπό από τον Ιούνιο μέχρι και τις αρχές του Οκτωβρίου. Δουλεύει στο λιοπύρι, σέρνεται σε άμμους και χαλίκια. Δεν θέλεις να πληρώσεις; Κάνε μια βασιλική βουτιά, πιες έναν καφέ ή μια μπύρα στην καντίνα και φύγε για εξορμήσεις στο νησί. Απόλαυσε τοδωματιάκι σου, που επίσης χρυσοπληρώνεις.

Διάβασε το βιβλίο σου στη σκιά ενός καφενείου.

Ναι, διαμορφώνεται μια ιδιαίτερη και κάπως προσβλητική ανισότητα, να χωριζόμαστε σε αυτούς που μπορούν να κάνουν διακοπές ξαπλωτοί και σε εκείνους που δεν μπορούν. Δεν είναι η μόνη, αλλά είναι πολύ ηχηρή, γιατί επενεργεί μειωτικά: Σε κάνει να ντρέπεσαι για την υστέρησή σου και να εξοργίζεσαι. Μερικοί κουβαλάνε μόνοι τους ξαπλώστρες, ομπρέλες, θερμός, μέχρι να εγκατασταθούν θα τους πάρει λίγη ώρα. Ο Ροβινσώνας Κρούσος έκανε μήνες μέχρι να τα καταφέρει. Μπορούμε να βγούμε στο αντάρτικο: Στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, ομάδες παιδιών από τις παράγκες χυμούν και αρπάζουν τα πράγματα των λουόμενων, και άντε πιάστους. Τηλέφωνα, παντόφλες, καπέλο, πετσέτα, πορτοφόλι, γυαλιά, ό,τι πιάσει το γεράκι στην εφόρμησή του. Αν σας φαίνεται μπελαλίδικο αυτό, κάνετε τη βουτιά σας και βρείτε άλλους τρόπους να χαρείτε το νησί. Αφήστε την ξάπλα και εξαπλωθείτε.

*Mυθιστόρημα της Αγκαθα Κρίστι. Δολοφόνος είναι το παιδί που φέρνει τον εσπρέσο.