Φέρτε μου ένα καπουτσίνο

Γνώρισμα της εποχής. Δεν υπάρχει κλάδος που να απασχολεί τις τοπικές κοινωνίες και τα μέσα ενημέρωσης, όπως και τα κοινωνικά δίκτυα, όσο η εστίαση. Δικαιολογημένο. Αφ’ ενός οι επιχειρήσεις του κλάδου είναι ασύλληπτα πολλές, αφ’ ετέρου η λειτουργία τους έχει μπει στη ζωή μας σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε σχέση με το μακρινό παρελθόν, ως πεδίο τέρψης- αυθεντικής ή επίπλαστης- και εξυπηρέτησης της ανάγκης για κοινωνικότητα.

Συναντάμε κόσμο, βλέπουμε, μας βλέπουν. Πριν κάτι δεκαετίες, για να το πετύχεις αυτό, και μάλιστα υποτυπωδώς, έπρεπε να σουλατσέρνεις με τις ώρες στους κεντρικούς δρόμους.

Παραλλήλως, ο κόσμος της εστίασης είναι εξωστρεφής, επιδραστικός νευρώδης, διατρανώνει όλη την ώρα τις θέσεις του ή τις δραστηριότητές του στα κοινωνικά δίκτυα, είναι πολύ μαχητικός στην προώθηση των συμφερόντων του- ο κόσμος των ΜΜΕ ούτε που διανοείται να πάει κόντρα στις απόψεις και τις διεκδικήσεις του κλάδου, γιατί η αντίδραση είναι έως και επιθετική από ορισμένα μέλη του. Ταυτόχρονα, επειδή κατά κανόνα οι άνθρωποι του συγκεκριμένου τομέα είναι ιδιαίτερες προσωπικότητες, πολύ συχνά μετατρέπονται σε ένα είδος σταρ της τοπικής ζωής, και όχι μόνο για τις μικρότερες ηλικίες.

Ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα της διασκέδασης με υφολογικά μοντέρνους τρόπους, ταυτίζεται με τις μόδες που λανσάρει, λες και είναι εκείνος ο επινοητής των ρευμάτων της μουσικής, της διακόσμησης, της τρέντυ ένδυσης. Είναι ο συμπολίτης που τον ξέρουν όλοι. Δίνει γοητεία αυτό. Αμα πάμε δίπλα του, θα μας κοιτάνε όλοι. Αυτό και αν δίνει γοητεία και αυτοεπιβεβαίωση: Μερικές φορές τσακωνόμαστε ποιος ξέρει τον ιδιοκτήτη του κλαμπ καλύτερα από τους άλλους. Μέχρι και τη νύχτα μπορούμε να περάσουμε μαζί του, για να πάρουμε το πρωτάθλημα.

Όλα αυτά μας ήρθαν στο μυαλό με αφορμή τη χθεσινή ημιαπεργία, που είχε δύο πρόσωπα. Μια δυναμική συγκέντρωση στην πλατεία Γεωργίου που «έγραψε» επικοινωνιακά-και μέσω αυτής ο κλάδος έκανε τη δουλειά του, αφού εξέπεμψε το μήνυμα που ήθελε- και μια σκαστή αναίρεση της κινητοποίησης στην πράξη, αφού εύρισκες καπουτσίνο και τραπεζάκια όπου τραβούσε η ψυχή σου. Ο κλάδος είναι καταφανώς διαιρεμένος, αλλά αυτά είναι εσωτερικού ενδιαφέροντος ζητήματα: Ολοι οι κλάδοι έχουν διάφορες ταχύτητες ως προς την αίσθηση του συμφέροντος και ως προς τις αντιλήψεις. Εν προκειμένω έχει χαθεί η διάθεση για υποταγή στην πλειοψηφική απόφαση, και πάλι για λόγους εσωτερικού ενδιαφέροντος.

Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι ότι η δυναμική της εστίασης είναι μια φωτογραφία της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας της Αχαϊας: Η κυρίως δραστηριότητα στην παρατεταμένα παρακμασμένη περιοχή στρέφεται γύρω από τον καφέ και τα επαγγελματικά και κοινωνικά του παράγωγα. Οι λόγοι είναι γνωστοί: Αν στη δεκαετία του ’90, για να βρεις μια δουλειά έπρεπε να ανοίξεις εμπορικό κατάστημα, εν μέρει με το εφάπαξ κάποιου ανιόντος, εν μέρει με επιταγές, σήμερα που η οικονομική ζωή έχει υποχωρήσει κι άλλο, το εμπόριο είναι υπερκαλυμμένο και η επενδυτική ικανότητα ενός νέου ανθρώπου δεν επαρκεί ούτε για μαγαζί, τη διέξοδο τη δίνει η εστίαση. Οι μισοί θα ανοίξουμε επιχείρηση, οι άλλοι μισοί θα ζητήσουμε δουλειά εκεί ή θα διεκδικήσουμε την τροφοδοσία της, τον καθαρισμό της, τη διαφήμισή της. Την ίδια στιγμή, η πλατιά κοινωνική πλειοψηφία δεν έχει τα φόντα ούτε για πολυτελείς εκδρομές, ούτε για εξοχικά, ούτε για τραπεζώματα: Η διασκέδασή μας είναι ο καφές με κους κους διαδικτυακό η δια ζώσης. Ή μικτό: Δίνουμε ραντεβού στο καφέ για να δούμε ιστοσελίδες παρέα- καθένας τη δική του- σχολιάζοντας με παχύ γέλιο και σαρκασμό αναρτήσεις και υλικό.

Συνεπώς, η απεργία της εστίασης ήταν η είδηση της ημέρας και όσα εκπορεύονται από τον κλάδο είναι τα θέματα της εβδομάδας. Αγωνιστικότητα, κοσμικότητα, κινητικότητα, νέα ανοίγματα, κλεισίματα, συνεταιρισμοί, στεκιάσματα, ζουζουνίσματα: Η ζωή της πόλης.

Αυτό έχουμε, μ’ αυτό θα πορευόμαστε. Λοιπόν, γι’ αυτό οι γονείς μας τα βγάζανε πέρα με μικρότερες απολαβές. Δεν είχαν τέτοιες δαπάνες μέσα στη μέρα τους. Αλλά δεν είχαμε κι αυτό να κάνουμε, πώς θα γέμιζε η ζωή μας;