Η ταυτότητα του Μήτσου

Το ρεπορτάζ λέει ότι δύο στα πέντε καφενεία του Ερυμάνθου έμειναν κλειστά τα προηγούμενα 24ωρα. Ο λόγος πρέπει να ήταν ότι ο μαγαζάτορας έκρινε ότι οι ανεμβολίαστοι πελάτες δεν θα ήταν και πολύ δεκτικοί σε ελέγχους και μάλλον θα ήταν πολλοί, έτσι που αν άνοιγε, θα έμπλεκε σε τριβές και απειλή προστίμου, χωρίς μεγάλο νόημα για το ταμείο, εφόσον οι περισσότεροι από τους πολλούς ανεμβολίαστους δεν θα εμφανίζονταν καθόλου. Ποιος ξέρει; Ισως και να ήταν μια προσωπική ζοχάδα. Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε; Να πιάνουμε τον κόσμο στα τραπεζάκια, να του ζητάμε πιστοποιητικό, να το σκανάρουμε να δούμε αν πρασινίζει και μετά να του ζητάμε και αστυνομική ταυτότητα: Είναι πράγματι ο Μήτσος ο κομιστής; Και εμείς μεν τον ξέρουμε, αλλά εάν έρθει ο ελεγκτής και ο Μήτσος δεν έχει την ταυτότητα μαζί, αυτό σημαίνει ότι δεν τον έχουμε ελέγξει, οπότε πάρε και εμάς κάτω μαζί με τον Μήτσο. Και όλη αυτή η κουβέντα, ενώ γίνεται με αφετηρία την ξεροκέφαλη άρνηση του Μήτσου να εμβολιαστεί, εμείς δεν κουβεντιάζουμε για τον Μήτσο, αλλά για την πολιτεία, τα υπουργεία, τα μέτρα,
τους ελέγχους, την αναδουλειά που προκαλούν, και μεμφόμαστε τους πάντες πλην των Μήτσων, την άρνηση των οποίων εκλαμβάνουμε ως δεδομένη παράμετρο.

Φωνάζει ο κόσμος της αγοράς ότι η κλιμάκωση της πίεσης στους αρνητές προκάλεσε καίρια κάμψη της κίνησης. Οι ανεμβολίαστοι δεν βγήκαν ούτε για καφέ ούτε για ψώνια. Και φυσικά δεν φταίνε αυτοί για όλα αυτά αλλά η πολιτεία που δεν τους αφήνει να κυκλοφορήσουν κανονικά, να πάνε για τον καφέ τους, να αγκαλιάσουν τους φίλους, να κάνουν αγορές, να μπουν στα δοκιμαστήρια, να πιάσουν πόμολα και χερούλια. Από την πρώτη στιγμή με αυτή τη νόσο, όπως και με κάθε μεταδιδόμενη, θεωρήσαμε ότι κανείς δεν είναι ένοχος ή ύποπτος μέχρι να αποδειχθεί ότι ήταν επικίνδυνος, ενώ αντίθετα, στην
περίπτωση των ιώσεων ισχύει ότι όλοι είναι ύποπτοι και για τους περισσότερους δεν θα μάθουμε ποτέ εάν ήταν επικίνδυνοι ή όχι. Πολύ περισσότερο με τον κόβιντ, όπου κάποιος μπορεί να είναι ασθενής χωρίς να ασθενήσει, καθόσον φορέας ασυμπτωματικός, αντίθετα με το κοινό κρυολόγημα όπου όποιος την έχει αρπάξει φτερνίζεται και τρέχει η μύτη του.

Με τον κόβιντ μπορεί και να μην τρέχει τίποτα. Εχοντας λοιπόν εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση έξω από τη βιωματική μας εμπειρία, δυνάμει της οποίας κτίζουμε μια λογική στρατηγική καθημερινότητας και ζωής, η λογική μας αυτή γίνεται εκ των πραγμάτων ανορθολογική έναντι του κόβιντ: Ο ένας δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει σώνει και καλά να εμβολιαστεί αφού όλες τις ιώσεις τις περνούσε στο πόδι, ο άλλος δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να ελέγχουμε και να ελεγχόμαστε, και γιατί πρέπει να τραβιόμαστε εμείς που είμαστε εντάξει, διότι, εφόσον κάναμε το εμβόλιο, ο ιός δεν μπορεί πλέον να μας αφορά.

Είναι εν τέλει λογικό ον ο άνθρωπος; Ή πρόκειται για ένα εμπειρικό ρομπότ με κατασκευαστικό ελάττωμα, σύμφωνα με το οποίο, μέχρι να τροποποιήσουμε αντιλήψεις και τακτικές, θα πέσουμε σε μερικούς γκρεμούς ακολουθώντας τη χθεσινή πεπατημένη;

Μάλλον πρόκειται για κάτι χειρότερο: Δεν έχουμε λογική, έχουμε λογικές. Οι επιλογές και η στάση μας άγονται και φέρονται από μυριάδες παράγοντες, ένστικτα και αισθήματα. Κοινός τόπος είναι να δράμε όπως το κατεβάζει η γκλάβα της στιγμής, γιατί έτσι μας υπαγορεύει μια – μπορεί και αυτοκαταστροφική- αίσθηση ασφάλειας.

Ο ανεμβολίαστος είναι ένα παιδί που αρνείται να δοκιμάσει μια νέα γεύση γιατί νιώθει οικεία με τις γεύσεις που ήξερε μέχρι χθες. Η διαφορά είναι ότι ένας ενήλικος μπορεί να σου κατεβάσει μια θεωρία- πρόσχημα για τις αρνήσεις του, ενώ ένα παιδί θα σου πει «ζε σέλω». Γιατί δεν θέλεις; Γιατί ζε σέλω. Ουάααααααα.