Κώστας Σπαρτινός: «Η πάλη με τις λέξεις είναι η ζωογόνα μήτρα της ποίησης»
Ηταν 15χρονος όταν έγινε η πρώτη του ουσιαστική γνωριμία με την ποίηση, όπως λέει. Στην πορεία, έγραψε τα δικά του ποιήματα, άλλα τα δημοσίευσε, άλλα όχι, και να που το βιβλίο του «Φύλλα εποχών» (εκδ. Μελάνι), όπου συμπεριέλαβε όσα εξ αυτών επέλεξε, ήρθε την κατάλληλη εποχή -για να παίξουμε με τον τίτλο. Βιώματα και συναισθήματά του μέσα στον χρόνο υφαίνει, εξαίσια, με στίχους ο Κώστας Σπαρτινός, ο οποίος μιλάει στην «Π» για ποίηση και όχι μόνο.
Πότε ξεκίνησε η σχέση σας με την ποίηση και ποια ήταν η αφορμή;
Δύσκολο να προσδιορίσει κανείς την αρχή αυτής της σχέσης. Από μικρός μου άρεσαν τα διαβάσματα, οπωσδήποτε αυτό έχει συμβάλει στην επαφή μου και με την ποίηση. Αργότερα, στην τρίτη Γυμνασίου, έτυχε να ακούσω στην τάξη τον Σωκράτη Σκαρτσή –καθηγητή μου τότε στο Γ΄ Γυμνάσιο– να μας αναλύει τους «Ελεύθερους πολιορκημένους» του Σολωμού. Θυμάμαι ακόμα και σήμερα ότι επρόκειτο μια αποκάλυψη για μένα. Πρέπει να ήταν η πρώτη ουσιαστική μου γνωριμία με την ποίηση, με τη βαθύτερη πλευρά της. Οχι εγκεφαλική ούτε σε αναζήτηση απάντησης στο παραπλανητικό ερώτημα «τι θέλει να πει ο ποιητής», αλλά βιωματική και αισθητική.
Από ποια εσωτερική σας ανάγκη προέκυψαν τα «Φύλλα εποχών», που βέβαια δεν παραπέμπουν στις εποχές του χρόνου;
Υποθέτω από την ανάγκη κάθε δημιουργού να επικοινωνήσει το έργο του. Εψαχνα πολύ καιρό να βρω την ευκαιρία να συγκεντρώσω όλο το υλικό μου, δημοσιευμένο και αδημοσίευτο, να κάνω τις επιλογές μου, να κάνω και κάποιες παρεμβάσεις σε ήδη δημοσιευμένα ποιήματα, για να συγκροτήσω τα «Φύλλα εποχών». Βοηθούσης και της πανδημίας με τις καραντίνες της, το κατάφερα.
Ιστορία, μνήμες, όνειρα, απώλειες, θέματα που ξεπηδούν μέσα από τους στίχους σας… Τι μπορεί να γίνει ποίηση για εσάς;
Τα πάντα μπορούν να γίνουν ποίηση, δεν υπάρχουν μικρά και μεγάλα, «αντιποιητικά» και «ποιητικά» θέματα, αρκεί να τα δει κανείς με ματιά που δεν την έχει θολώσει η καθημερινότητα και δεν την έχει τυποποιήσει η «κοινή λογική», δηλαδή μια σνομπ αντιμετώπιση της ζωής, όπως λέει κάπου ο ε. ε. κάμινγκς.
Η άνοιξη, πάντως, είναι παρούσα σε ποιήματά σας όλων των «εποχών». Συμβολίζει κάτι έντονα για εσάς;
Νομίζω ότι η άνοιξη για όλο τον κόσμο συμβολίζει λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα. Την αναγέννηση, την ελπίδα, την ανάσταση-επανάσταση. Ομως βρίσκεται πάντα σε σύγκρουση με χίλιους δυο δαίμονες για να προχωρήσει και παλεύει συνέχεια, καθώς ταυτόχρονα «κατεβάζει τα πτώματα του χειμώνα». Νομίζω πως κάπως έτσι λειτουργεί στα ποιήματά μου, αν και προτιμώ τα συμπεράσματα να τα αφήνω στον αναγνώστη. Ας θυμηθούμε πάλι τους «Ελεύθερους πολιορκημένους»: «… όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε».
«Το ποίημα να είναι σαν την πέτρα – / να εκσφενδονίζεται να ‘χει την τροχιά του/να σπάζει το γυαλί των ημερών./ Να ‘ναι φτερωτό περιττό κι επικίνδυνο». Στροφή από το «Δύσκολο τέλος». Πώς θα περιγράφατε την πάλη σας με τις λέξεις κατά τη σύνθεση κάθε ποιήματος;
Η πάλη με τις λέξεις είναι η ζωογόνα μήτρα της ποίησης. Θα έλεγα ότι είναι πάλη ερωτική. Πασχίζεις να τις κατακτήσεις και την ίδια ώρα φοβάσαι μην σε προδώσουν. Γιατί το ποίημα θα υπάρξει μόνο με τις λέξεις και τις σιωπές του, όχι με «ιδέες» και «περιεχόμενα» που καλλωπίζονται με λέξεις. Αν δεν τα καταφέρει με τις λέξεις, δεν υπάρχει ποίημα.
Τεχνοκράτης, πρώην βουλευτής, ποιητής: πού συναντώνται και πώς αλληλεπιδρούν;
Συναντώνται στις διαδρομές του βίου. Η συνείδηση του ανθρώπου είναι ενιαία, αλλά έχει διάφορες εκφάνσεις. Που καθορίζονται από τις ανάγκες του ζην, του ευ ζην, του ζην ως μέρος του κοινωνικού συνόλου και όχι αποκλειστικά «δι’ εαυτόν».
Πού πήγανε οι ποιητές» αναρωτιέστε στο ομότιτλο ποίημα. Σήμερα, σε σχέση με τους παλιότερους καιρούς, σε τι βαθμό, θεωρείτε, είναι -ουσιαστικά- παρόντες;
Θυμάμαι τα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, όταν οι άνθρωποι της τέχνης, του πολιτισμού, της διανόησης (δεν μου αρέσει ο συνηθισμένος όρος «άνθρωποι του πνεύματος») τοποθετούνταν με παρρησία στα σοβαρά κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά ζητήματα της εποχής. Θα έλεγα ότι τότε κατά κάποιο τρόπο ηγεμόνευαν στη διαμόρφωση του πολιτισμικού περιβάλλοντος. Σιγά-σιγά αυτό υποχώρησε. Πιθανότατα έφταιξε και μια κομματική εκμετάλλευση του φαινομένου. Περάσαμε μετά στο άλλο άκρο. Εφτασε κάποια στιγμή που κλείστηκαν στον εαυτό τους και στο εργαστήριό τους. Σήμερα τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, όχι όμως σε βαθμό που να αναλογεί στις ασύγκριτα δραματικότερες ανάγκες, σε σχέση με την «ηρωική» φάση της μεταπολίτευσης και την πολιτισμική κρίση αξιών που περνάμε.
Τι σας φοβίζει στην εποχή μας και σε τι ελπίζετε;
Φοβάμαι ότι η οικονομική και η υγειονομική κρίση που περάσαμε τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει και μια βαθύτερη πολιτισμική κρίση αξιών. Οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν πεθάνει χωρίς να αντικατασταθούν από νέες που να ανταποκρίνονται στις καινούργιες ανάγκες. Ζούμε σε εποχές χαμηλών πτήσεων όπου ευνοείται ο ιστορικός αναθεωρητισμός, η αποπολιτικοποίηση, η αναβίωση του φιδιού της Ιστορίας. Παρατηρούμε μια συσκότιση της πραγματικότητας με την εργαλειοποίηση της επικοινωνίας. Η επικοινωνία κατάντησε να μην σημαίνει μια γέφυρα κατανόησης μεταξύ των ανθρώπων αλλά μια τεχνική διανοητικού ευνουχισμού και καθυπόταξής τους στους σχεδιασμούς ανάλγητων εξουσιών, όχι μόνο πολιτικών.
Σε τι ελπίζω; Στην αισιοδοξία της βούλησης, ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει στις μέρες μας.
Σχόλιό σας για τα αποτελέσματα των εκλογών;
Ενα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση των φόβων μου. Και οι αιτίες, πολλαπλές.
Είστε από τα ιδρυτικά μέλη της Κινηματογραφικής Λέσχης της Πάτρας, ενώ συνεργαστήκατε στο παρελθόν με το περιοδικό «Υδρία» του Σωκράτη Σκαρτσή. Πώς αξιολογείτε το πολιτιστικό γίγνεσθαι της πόλης μας;
Πιστεύω ότι στην πόλη μας υπάρχουν αξιόλογοι δημιουργοί με σημαντικό έργο. Ομως νομίζω ότι συνολικά η Πάτρα δεν έχει μπορέσει να διαμορφώσει μια πολιτιστική φυσιογνωμία. Παρόλο που η ιστορία της, η θέση της, το ανθρώπινο δυναμικό της θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία για κάτι τέτοιο. Η Πάτρα υπήρξε συστατικό στοιχείο της μήτρας του νέου ελληνικού κράτους. Ως κομβικό λιμάνι υπήρξε πάντα ανοιχτή σε πολιτιστικές επιρροές κυρίως της Δύσης και ιδιαίτερα της επτανησιακής και της ιταλικής κουλτούρας. Ταυτόχρονα διαμορφώθηκε και με επιρροές από τη δημοτική και λαϊκή παράδοση των περιαστικών και αγροτικών περιοχών της και των λαϊκών συνοικιών της, από εγχώριους και ξένους μετανάστες που υποδέχθηκε.
Ολα αυτά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχεία μιας πολιτιστικής φυσιογνωμίας. Οχι ως νοσταλγική αναβίωση ενός «ενδόξου παρελθόντος», αλλά με αξιοποίηση της κληρονομιάς και του δυναμικού της και με βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ανοιχτό στον κόσμο και στις σύγχρονες ιδέες.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News