Μια φούντωση, Μια φλόγα

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Πότε γερνάει κανείς; Όταν πιάνει τον εαυτό του να φρίττει με τα «κακώς κείμενα» (των νεοελλήνων, των «ρωμιών», των νεότερων, των «άλλων», των λουόμενων, των συνεπιβατών, των θαμώνων της απέναντι παρέας) και να απαισιοδοξεί για το μέλλον το οποίο μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη στάχτη και στη μπούρμπερη, για αρχή, και μετά τον τελειωτικό όλεθρο. Ή μήπως ότι αρχίζει να αδιαφορεί; Ο Μπόλεκ και ο Λόλεκ, είπες; Όχι, ο Σνικ και ο Λάιτ.

Εμείς είχαμε το Σκιπ και το Τρίλ. Μετά βγήκε το Ζιφ με την
αμμωνία και ενδιαμέσως το Αζαξ με το διπλάσιο αμμονιαζόλ. Λοιπόν, τι έγινε και τον Τάιντ και τον Ντιξάν; Πλακωθήκανε σε συναυλία, παίζουν άθλια μουσική και είναι ακόμα πιο άθλιοι οι νέοι που τους ακούνε. Σωστά τα λες. Πρέπει να τους προσέχουμε τους νέους, πάνε τον τόπο στον γκρεμό. Αντίθετα με τη δική μας τη γενιά, που μεγαλούργησε. Αλλά εμείς βέβαια ακούγαμε μουσικούς με ποιότητα. Και με μαλλί μέχρι τις παρυφές του πισινού. Ανάθεμα τι έλεγαν κι οι στίχοι, ποιος έδινε σημασία μέσα στο πανδαιμόνιο των ριφ και των τυμπάνων, με τα πιανόργανα να κρώζουν σαν τον Ντόναλντ Ντακ στο καϊκι;

Σημασία είχε η μουσική ποιότητα. Και στο κάτω κάτω, μπορεί και εμάς όταν είμαστε νέοι να μας έστελναν οι γείτονες το περιπολικό μπας και χαμηλώσουμε τον ήχο από το Σταργκέιζερ (κόλλημα που είχε ο κόσμος να κοιμάται τα μεσημέρια;) αλλά με τον καιρό τα κριτήριά μας ωρίμασαν, και τώρα υποκλινόμαστε μπροστά στους εθνικούς μας μουσικούς.

Ο Ξαρχάκος, αμέσως αμέσως. Δεν πρέπει να υπήρξε Ελληνας που να μην είδε το βίντεο της ταβέρνας, όπου ο συνθέτης χυμάει στην πιτσιρικοπαρέα σαν τον Κολοκοτρώνη που οπλίζει τους Ελληνες για να ξεσηκωθούνε και τους διδάσκει πώς να ανακαλύπτουν την ενέργεια που κρύβεται στην παρτιτούρα όπως αυτή αρπάζει από τη φούντωση του στίχου και από κοινού αναβλύζουν από την ψυχή και τη διάνοια του συνθέτη. Να λοιπόν ένα δαιμόνιο μέλος του
πανθέου των μεγάλων Ελλήνων δημιουργών, που κατέβηκε από τον Ολυμπο, αλαφιασμένος, γιατί τον χάλασε το άψυχο της ανέμπνευστης εκτέλεσης του έργου, και βάλθηκε να εμφυσήσει πνεύμα ζωής και βρασμό ψυχής στη νέα γενιά. Αν κατέβαινε,
βέβαια, από το δικό του βουνό και ο Βαμβακάρης, μπορεί και να’ πιανε τον εαυτό του νααπορεί.

Δική μου είναι ρε συ η φούντωση ή του Ξαρχάκου; Γιατί αυτό που πήγε να διδάξει ο μαέστρος την αμούστακη κομπανία είναι το πάθος για τη ζωή και τη δεκτικότητα στα μεγάλα αισθήματα που ξυπνούν και ερεθίζουν την ανθρώπινη φύση όπως η ακριβή
κολώνια.

Είναι φορές που ο ζωντανός σε συγκινεί και σε δακρύζει ευκολότερα από όσο ο πεθαμένος, γιατί σε αγγίζει η προσπάθειά του να χτυπήσει τον Μόμπι Ντικ στο δόξα πατρί και να τον καθυποτάξει όμοια όπως ο Ιησούς την τρικυμία, ενώ ξέρεις και ξέρει τη ματαιότητα αυτού του αγώνα. Και ενώ γίνονται όλα αυτά ένας χιμπατζής το σκάει από το κλουβί του και ξαμολιέται στην εθνική οδό, αλλά οι φύλακες τον ξαπλώνουν με ένα βλήμα, είπαμε να είσαι ζωντανός, αλλά όχι και ελεύθερος, πού ξέρει τι προβλήματα μπορεί να προκαλέσει η ζωντάνια.

Μια φούντωση. Μια φλόγα. Μπαμ. Και τέλος. Κατεβάζεις τη
βελόνα από το πικάπ. Η αστυνομία πάλι.