Μόλις τέσσερις ημέρες

Η αρχισυντάκτρια της «Π» Μαρίνα Ριζογιάννη γράφει για μια απογοητευτική εικόνα που αντίκρισε σε δρόμους και πλατείες της πόλης.

Μία απογοητευτική εικόνα καταγράψαμε το πρωί της Παρασκευής σε πλατείες και δρόμους της πόλης.

Μαθητές 22 γυμνασίων και λυκείων φορτωμένοι με τις σχολικές τσάντες στην πλάτη τους τριγυρνούσαν άσκοπα. Ηταν η ώρα που θα έπρεπε να βρίσκονται στις αίθουσες διδασκαλίας.

Μόλις τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς και την επιστροφή τους στα θρανία, τα πανό της κατάληψης τους έβγαλαν στους δρόμους.

Θα υπάρξει συνέχεια; Γιατί όχι; Οι καταλήψεις αποτελούν πλέον ένα κομμάτι της κανονικότητας του ελληνικού σχολείου. Αλυσίδες με λουκέτα τυλίγονται με ταχύτητα και ανεμπόδιστα γύρω από τα κάγκελα των εισόδων των σχολικών συγκροτημάτων και μαζί τους κλειδώνεται και η εκπαιδευτική διαδικασία. Οι καρέκλες και τα θρανία βγαίνουν από τις σχολικές τάξεις και παρατάσσονται ως συρματοπλέγματα αποκλεισμού μαθητών και εκπαιδευτικών.

Ολο το προηγούμενο διάστημα το ενδιαφέρον όλων ήταν στραμμένο στον Σεπτέμβριο και στο άνοιγμα των σχολείων. Εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς, πολιτικό σύστημα και κοινωνία συμφώνησαν ότι θα δοθεί μάχη για τη διά ζώσης εκπαίδευση. Ο πρώτος εχθρός που πολεμάει την προσπάθεια αυτή, δεν είναι ο κορονοϊός, αλλά οι καταλήψεις. Κάτι που μπορούσε με εσωτερική σχολική διεργασία και την παρέμβαση των γονέων, να αποτραπεί. Αυτό όμως δεν συνέβη.

Η προσπάθεια αφέθηκε στα χέρια των μειοψηφιών ανήλικων παιδιών και των εξωσχολικών παραγόντων, όπως χρόνια τώρα έχει παραδοθεί και το δημόσιο σχολείο. Ποτέ και κανείς δεν φρόντισε να περιφρουρήσει το δικαίωμα και την ανάγκη των μαθητών να κάνουν μάθημα. Ποτέ μέχρι τώρα από την πολιτεία δεν αντιμετωπίστηκε η κατάληψη ως μία αδιανόητη πράξη όπως είναι αυτονόητο σε όλα τα κράτη που λειτουργούν σε δημοκρατικό πλαίσιο.

Τόσοι νόμοι, τόσες διατάξεις έχουν παραχθεί από τις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας, αλλά ποτέ δεν προβλέφθηκαν μέτρα που να βάζουν φραγμό σε αυτή την αυθαιρεσία που υπονομεύει και ευτελίζει το σχολείο.

Αλλά πώς να συμβεί αυτό όταν και οι καταλήψεις αποτελούν μέρος του πολιτικού παιχνιδιού και εργαλείο αντιπολιτευτικής πίεσης. Σε κάθε περίπτωση η απουσία αντίδρασης της πολιτείας σε αυτή την κανονικότητα, έχει ως αποτέλεσμα να ερμηνεύεται ως αποδεκτός τρόπος διαμαρτυρίας και, κατ’ επέκταση, ως νόμιμο διεκδικητικό μέσο. Αυτή η ψευδαίσθηση δε επιτείνεται από την ουδέτερη έως παθητική στάση που τηρούν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί.

Μάλιστα οι δύο τελευταίοι φέρουν βαριά την ευθύνη για το πανό που υψώνεται στις σχολικές μονάδες. Και οι δύο, με πρώτους τους γονείς, έχουν τη δύναμη να δράσουν προληπτικά και αποτρεπτικά. Το ερώτημα επομένως είναι αν το θέλουν.

Διότι αν δεν το θέλουν και συμβαίνει τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι απέτυχαν στον ρόλο τους ως καθοδηγητές των παιδιών και των μαθητών τους. Απέτυχαν να τους διδάξουν υγιείς τρόπους αντίδρασης και διεκδίκησης έτσι όπως τους υπαγορεύει η δημοκρατία, η δικαιοσύνη , η ισότητα και ο σεβασμός στο δικαίωμα του άλλου. Η τακτικά αυτή έχει οδηγήσει στην πλήρη απαξίωση του σχολείου κυρίως στα μάτια και στη συνείδηση των μαθητών. Καταλήγει να φαντάζει ως κάτι μη απαραίτητο και αναγκαίο.

Ιδιαίτερα δε την περίοδο που διανύουμε, με τα σχολεία να παραμένουν κλειστά για μακρό χρονικό διάστημα, η απώλεια κάθε πολύτιμης διδακτικής ώρας διογκώνει περαιτέρω όλο το προβληματικό πλαίσιο λειτουργίας τους και ευτελίζει την αξία τους.

Αν δεν σβήσει έγκαιρα η φλόγα των καταλήψεων και δεν εξαλειφθεί, ως διεκδικητική μορφή, από το ρεπερτόριο των μορφών διαμαρτυρίας των μαθητών θα είναι πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη η επαναφορά του σχολείου στο βάθρο που του αναλογεί με ότι αυτό συνεπάγεται για τις επόμενες γενιές και το μέλλον της χώρας μας.