Ο καιρός τρελάθηκε

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Είσαι κρυωμένος κι εσύ; Ολος ο κόσμος βήχει και φτερνίζεται. Η σκόνη μάλλον. Μπορεί και η γύρη. Είναι κι αυτός ο αέρας. Μάλλον ο αέρας είναι, που φέρνει σκόνη και γύρη. Σκόνη από τα δέντρα και γύρη από την Αφρική. Ή το ανάποδο. Αλλά μπορεί να είναι και η υγρασία. Η υγρασία από την Αφρική. Παιδί μου, ο καιρός έχει τρελαθεί. Το πρωί ξεκινάς με ψύχρα, μετά βγάζει ήλιο, μετά συννεφιάζει και βρέχει. Μετά έρχεται η Αφρική. Αυτή λογικά από πάνω μας είναι η Ζάμπια. Τα σύννεφα έχουν σχήμα ζέμπρας, κοίτα. Όχι, πάει, φύσηξε, πάει η ζέμπρα.

Ολοι είναι κρυωμένοι και βρίζουνε. Πάσχα είναι αυτό; Επεσε χιόνι στον Χελμό, κι όλοι παν στην εκκλησιά, τον Χριστό να προσκυνήσουν. Πώς θα ψήσουμε αρνί με έξι μποφόρ; Θέλει ταλέντο το ψήσιμο μ’ αυτές τις συνθήκες, διότι μπορεί τα μποφόρ να σου πάρουν το αρνί και άντε μετά να ψήσεις χωρίς αρνί. Ο καιρός έχει τρελαθεί. Κανονικά τέτοιες μέρες έπρεπε να έχει καλοκαιριάσει. Οφειλε να έχει καλοκαιριάσει. Δεν έχει το δικαίωμα να μην καλοκαιριάζει. Πέρυσι γιατί είχε καλοκαιριάσει; Τι θα πει ότι είχε πέσει πιο αργά το Πάσχα; Μωρέ και τον Μάιο να έπεφτε το Πάσχα, βασιλόπιτα θα βγάζαμε, αντί για γλυκό, με τη γκίνια που έχουμε.

Με αυτό τον καιρό, δεν ξέρεις πώς να ντυθείς. Ντύνεσαι βαριά, ιδρώνεις. Ντύνεσαι ελαφριά, κρυώνεις. Αλλά και να μη ντυθείς καθόλου, ντροπή δεν είναι; Πώς θα πάς στο κάλεσμα; Εχουμε και το κάλεσμα. Έναν μήνα ολόκληρο ψηνόμαστε να μας καλέσουν, και μόλις μας καλέσουν, αρχίζει το βάσανο. Και ποιοι θα είναι εκεί; Θα είναι κι αυτοί; Παναγία μου, δεν τους μπορώ αυτούς. Οι άλλοι θα είναι; Δεν θα είναι; Πού θα είναι; Εντάξει, ούτε αυτούς τους μπορώ, αλλά αν ήταν κι αυτοί, θα μιλούσαν με τους άλλους που δεν μπορώ, και θα είχε σωθεί η κατάσταση. Και πού θα καθήσουμε; Εξω; Εξω θα κρυώνουμε; Μέσα; Όχι και μέσα. Πάσχα είναι, μέσα θα τη βγάλουμε; Να πάρουμε ρούχα για έξω, και ρούχα για μέσα, να συναλλάζουμε. Αυτό είναι το κόλπο την άνοιξη. Να αλλάζεις συνέχεια. Ζεσταίνεσαι, βγάζεις, κρυώνεις, βάζεις. Όπως κάνει ο Τεντόγλου ανάμεσα στις προσπάθειες.

Αρκεί βέβαια να μας έχει περάσει το κρύωμα. Δέκα μέρες κρύωμα, πρώτη φορά. Οσα κρυώματα είχαμε φέτος διαρκέσανε πέντε μέρες το ένα, έξι το άλλο, εφτά το τρίτο και από τέσσερις μέρες τα υπόλοιπα πέντε. Αλλά βλέπεις τώρα έχουμε την Αφρική. Είναι και μεγάλη, μέχρι να περάσει όλη, θα μας πάει Ιούνιος. Ασε που τη φέρνει ο νοτιάς, και μετά που θα γυρίσει βοριάς θα την ξαναφέρει για να την πάει πίσω.

Κρίμα που έρχονται έτσι τα πράγματα. Είχαμε ανάγκη ένα Πάσχα στρωτό, ήρεμο, χωρίς άγχος, με ψώνια, συναναστροφές, κουβαλήματα, ψησίματα, κανονίσματα, ντερλικώματα, βαψίματα, τσουγκρίσματα, ταξιδέματα, συγυρίσματα, λαμπαδιάσματα, ανατινάξεις, κλάματα παιδιών, να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μας, να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα. Αλλά ήρθε αυτή η γύρη, και μας τα χάλασε. Δώσε μου τη ζακέτα που έβγαλα. Κρυώνω. Και πάρε το μπουφάν. Ιδρώνω. Και πάρε μου τον σταυρό, επιτέλους. Δεν άκουσες το τετέλεσται που σου είπα; Πάρε το σώμα μου και θάψτο. Τα ξαναλέμε από Δευτέρα.