Ο Νίκος Χαντζής συνάντησε τους μουσικούς του ήρωες και μας αφηγείται την ιστορία της Creep Records
Λίγο πριν την προβολή του Σαββάτου, μιλήσαμε με τον Νίκο Χαντζή, για την μουσική και τις κινούμενες εικόνες, τη δεκαετία του ’80, την μουσική σκηνή του ’80, αλλά και τα πέντε κομμάτια που θα μπορούσε να ακούει κάθε μέρα.
Δεν έζησε τη δεκαετία του ’80 – λόγω ηλικίας – όμως την αγάπησε, όπως αγάπησε και την μουσική της. Και αυτό φαίνεται τόσο μέσα από το πρώτο του ντοκιμαντέρ Music for Ordinary Life Machines, όσο και από το δεύτερο, Return of the Creeps, το οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να το δούμε το βράδυ του Σαββάτου 9 Δεκεμβρίου στο Λιθογραφείον δια «γυμνού οφθαλμού» σε μία μεταμεσονύκτια προβολή.
Ο Νίκος Χαντζής «γνωρίστηκε» τυχαία με την Creep Records λόγω μία συλλογής που έμενε στις προθήκες του δισκάδικου απούλητη για αρκετούς μήνες. Και αυτή ήταν η αρχή για να γνωρίσει ένα νέο είδος μουσικής που από τα λυκειακά του χρόνια και μετά τον ακολουθεί. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος «πρώτα άκουσα Metro Decay και μετά Joy Division».
Λίγο πριν την προβολή του Σαββάτου, μιλήσαμε με τον Νίκο Χαντζή, για την μουσική και τις κινούμενες εικόνες, τη δεκαετία του ’80, την μουσική σκηνή του ’80, αλλά και τα πέντε κομμάτια που θα μπορούσε να ακούει κάθε μέρα.
Γεννήθηκες το 1987. Και το προηγούμενό σου ντοκιμαντέρ Music for Ordinary Life Machines αλλά και το νέο σου, που θα δούμε το Σάββατο, Return of the Creeps, αφορούν μια εποχή που ουσιαστικά δεν την έχεις ζήσει. Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στην δεκαετία του ’80;
Όντως, την σκηνή του ’80, που αγαπώ πολύ δεν την πρόλαβα, την ανακάλυψα από το 2000 και μετά. Όπως και το προηγούμενό μου ντοκιμαντέρ Music for Ordinary Life Machines αλλά και αυτό Return of the Creeps μιλάνε για τη δεκαετία του ’80 για μια συγκεκριμένη σκηνή, το δεύτερο μιλάει για μια συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρία. Με γοήτευσε αυτό το είδος μουσικής γενικά, το post punk, το new wave, το dark wave και όλα αυτά τα υπο-είδη, όλη αυτή η «σκοτεινή» μουσική. Ανέκαθεν με γοήτευε, από το Λύκειο και μετά, οπότε ψάχνοντας όλα αυτά έγιναν κάτι πολύ δικό μου, μέχρι που έφτασα στο σημείο να πω ότι θέλω να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για αυτά που αγαπάω.
Γιατί η συγκεκριμένη δισκογραφική εταιρεία, η Creep Records, πέραν του ότι έχει φιλοξενήσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της σκηνής στην Ελλάδα;
Θα έλεγα ότι έχει την αφρόκρεμα αυτού που λέμε ελληνικό new wave. Ήταν η αγαπημένη μου εταιρία και από τις σημαντικότερες γιατί ήταν η πρώτη ανεξάρτητη δισκογραφική, με όλη τη σημασία της λέξεως, που έθεσε τρομερές βάσεις στην Ελλάδα. Όσες άλλες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρίες ακολούθησαν – φυσικά αξιόλογες – χρωστάνε πολλά στην Creep Records. Αφενός ήταν ένα από τα πιο σημαντικά label, αφετέρου το περιεχόμενό της ήταν πολύ ενδιαφέρον, οπότε σκέφτηκα να το τεκμηριώσω.
Τι ιστορίες ανακάλυψες στην πορεία; Σε έκαναν κάποιες από αυτές να αλλάξεις τις απόψεις σου για κάποια πράγματα;
Γενικά η έρευνα προϋπήρχε σε έναν μεγάλο βαθμό μέσα σου, καθότι παρακολουθούσα αυτή την σκηνή, την άκουγα, την αγαπούσα πολύ, οπότε ήταν σαν να το είχα ήδη μέσα μου όλο αυτό. Σε ένα ποσοστό 90% προϋπήρχε. Το υπόλοιπο 10% ήταν η έρευνα που έπρεπε να γίνει, οι επαφές κλπ. Κάθε συνέντευξη με τους μουσικούς, τους συμμετέχοντες, ήταν μία έκπληξη για εμένα. Ο καθένας είχε να αφηγηθεί κάτι διαφορετικό, κάτι πολύ ωραίο, πολλά κομμάτια ενός παζλ που κόλλησαν μαζί και έδωσαν αυτό το αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να πω ότι αναθεώρησα κάτι, λίγο – πολύ φανταζόμουν πώς ήταν τα πράγματα, παρόλο που δεν είχα ζήσει αυτή την εποχή. Όπως τα είχα στο μυαλό μου, έτσι μου τα αφηγήθηκαν και οι πρωταγωνιστές. Σαφώς βέβαια, όταν τα ακούς από την αρχική πηγή, από αυτούς που τα έζησαν, είναι πιο ωραίο, πιο εντυπωσιακό. Κάθε γύρισμα, ήταν και μία ωραία εμπειρία. Πόσω μάλλον όταν συνομιλούσα με ανθρώπους που κατά κάποιο τρόπο ήταν μουσικοί μου ήρωες στα σχολικά μου χρόνια.
Και για να πάμε στα σχολικά σου χρόνια. Πώς ξεκίνησες να ακούς dark wave, new wave και όλη αυτή τη σκηνή;
Άκουγα πάρα πολύ ελληνόφωνη ροκ και κάπου στα λυκειακά χρόνια, σε ένα τοπικό δισκάδικο καθώς έψαχνα στις προθήκες των ραφιών για cd, είχε πέσει στα χέρια μου μια συλλογή που την έβλεπα πολύ καιρό εκεί, για αρκετούς μήνες, σε μια εποχή που η πρόσβαση στην πληροφορία δεν ήταν τόσο εύκολη όσο σήμερα, με το internet και τα smartphones. Μπορώ να πω πως τότε αγόραζες και λίγο στα τυφλά. Ήταν μια συλλογή που δεν μου «έλεγε» κάτι, δεν ήξερα κάποια από τα ονόματα που είχε μέσα, αλλά είχε ένα πολύ αινιγματικό τίτλο, ένα πολύ ωραίο εξώφυλλο, σου κέντριζε το ενδιαφέρον. Εκεί ξεκίνησαν όλα. Η συλλογή λεγόταν Return of the Creeps και ήταν ένα starter pack, περιείχε τα singles της πρώτης περιόδου της Creep Records, ήταν ένα πολύ καλό ξεκίνημα για να μυηθείς στις μουσικής της Creeps. Και αυτή η συλλογή νομίζω ότι μου άλλαξε την «μουσική παιδεία». Μετά από αυτή τη συλλογή ξεκίνησα να ακούω αυτό που λέμε new wave και dark wave.
Τότε γίνεται η πρώτη γνωριμία με την Creep Records, με όλο αυτό να ζει μέσα σου. Πώς φτάνουμε στο σήμερα;
Ζούσε και ζει και παράλληλα ανακάλυψα και άλλα πράγματα. Η Creep ήταν η αφορμή για να ασχοληθώ και με την ξένη αντίστοιχη σκηνή, με μπάντες όπως οι Joy Division, οι Cure, οι Bauhaus. Πρώτα άκουσα Metro Decay και μετά Joy Division, πράγμα πολύ περίεργο. Αυτό δεν σταμάτησε να με απασχολεί, πάντα τα άκουγα και τα αγαπούσα, μέχρι που κάποια στιγμή είπα ότι θέλω να κάνω ντοκιμαντέρ για αυτά τα πράγματα.
Ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα δεν είναι και κάτι εύκολο να γίνει. Γενικά ο κινηματογράφος είναι ένα «ακριβό χόμπι» στην Ελλάδα.
Είναι ένα ακριβό χόμπι, αλλά όταν έχεις μεράκι και γουστάρεις, νομίζω ότι όλα γίνονται, με μικρό budget. Όταν αποφάσισα να κάνω ντοκιμαντέρ ήξερα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθεί κάποιος να χρηματοδοτήσει μία τέτοια τρέλα, πόσω μάλλον με το συγκεκριμένο θέμα, αλλά ούτως ή άλλως δεν είχα σκοπό και να κάνω κάποια αίτηση σε κάποιον φορέα, να πάρω κάποιο κονδύλι. Δεν με ενδιέφερε καθόλου αυτό το κομμάτι. Προσπάθησα να το προσεγγίσω όσο πιο επαγγελματικά μπορούσα με ένα σετ ημι-επαγγελματικού εξοπλισμού. Είμαι και άνθρωπος που βαριέμαι, δεν έχω υπομονή να κάνω αίτηση για χορηγίες κλπ. Όταν αποφασίζω κάτι λέω πως το κάνω τώρα με ό,τι μέσο έχω. Σε επίπεδο ντοκιμαντέρ νομίζω πως μπορείς να κάνεις καλά πράγματα, με φθηνό εξοπλισμό και χωρίς ιδιαίτερο budjet.
Από τότε έως τώρα πιστεύεις πως έχει εξελιχθεί το είδος ή υπάρχει μια στασιμότητα;
Καταρχάς, έχει γίνει μία αναβίωση θα έλεγα, ειδικά μετά το 2005, μετά την έλευση του διαδικτύου, που πολλά πράγματα έγιναν προσβάσιμα σε όλους, πράγματα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχες την ευκαιρία να τα ανακαλύψεις, ειδικά όταν μιλάμε για βυνιλιακές κυκλοφορίες που βγήκαν σε 200-300 κόπιες. Είμαστε σε μία φάση που και αναβίωση υπάρχει αλλά και μετεξέλιξη. «Πατώντας» πάνω στις φόρμες της δεκαετίας του ’80 έχουν βγει πολύ ωραία πράγματα. Είναι ένα μείγμα και αναβίωση και μετεξέλιξη και νέες κυκλοφορίες. Επίκαιρο όσο δεν πάει το συγκεκριμένο είδος.
Πώς και έτσι; Μιλάμε για ένα είδος που εμφανίστηκε πριν 40 χρόνια. Πώς συνδέονται αυτές οι δεκαετίες;
Ο κοινός παρονομαστής είναι η αγάπη για τη μουσική. Από εκεί και πέρα είναι αυτή η «σκοτεινή» διάθεση που έχει αυτό το είδος, το μπάσο που είναι σε πιο κυρίαρχη μορφή, τα πιο «σκοτεινά» φωνητικά που δεν εντάσσονται και τόσο στις κλασικές ροκ φόρμες που έχουμε συνηθίσει. Αυτή είναι η γοητεία του. Πιστεύω πως ρόλο σημαντικό παίζει και η νοσταλγία, που μας αρέσει, να αναπολούμε εποχές στις οποίες έχουμε ζήσει είτε όχι. Μπορεί να μην ήταν τόσο ρόδινα τα πράγματα τότε και όσοι έχουν ζήσει το ’80 θα ξέρουν καλύτερα. Συνήθως ωραιοποιούμε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει. Και παρόλο που δεν έχω ζήσει τη δεκαετία του ’80, με όλα όσα έχω ακούσει, πιστεύω πως ήταν καλύτερα, ακόμα και αν δεν είχαμε τις ευκολίες που έχουμε τώρα. Ίσως να ήταν πιο αγνά τα πράγματα.
Μιλήσαμε για τη μουσική που σε έχει επηρεάσει. Υπάρχουν κάποια ντοκιμαντέρ που σε έχουν επηρεάσει, μιας και κινείσαι σε αυτόν τον χώρο;
Φυσικά και υπάρχουν. Μου αρέσει πάρα πολύ το «Β movie: Last & Sound in West Berlin», ένα ντοκιμαντέρ για την σκηνή του Δυτικού Βερολίνου που ήταν απίστευτη σε όλες τις μορφές τέχνης. Ένα ντοκιμαντέρ που έχει αποτυπώσει με απίστευτο τρόπο όλη την υποκουλτούρα του Δυτικού Βερολίνου. Θα έλεγα επίσης ότι αγαπώ και το «Synth Britannia» του BBC, το οποίο αφορά την synth pop σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας. Νομίζω ότι αυτά τα δύο ντοκιμαντέρ με έχουν επηρεάσει αρκετά.
Η Πάτρα, είναι μία πόλη που είχε παρουσία στην μουσική σκηνή τόσο του ’80 όσο και του ’90.
Φυσικά, είχαμε μικρή αλλά δυνατή σκηνή, κυρίως σε πανκ και ροκ μονοπάτια. Μην ξεχνάμε τους Χαοτική Διάσταση. Στα ‘80s ήταν ο Angelo and his Egos που δισκογράφησε και στην Creep Records. Παρόμοια σχήματα, που δεν δισκογράφησαν στην Creep, αλλά ήταν πολύ ενδιαφέροντα είναι οι Λόγκο και Βία, οι Peaceful Minds, ο Alexandros που υπήρχε και στο προηγούμενο ντοκιμαντέρ Music for Ordinary Life Machines. Μετά είχαμε το γυναικείο μουσικό σχήμα Petunia Pig. Είχαμε μια δυνατή σκηνή, φτάνοντας μέχρι και Raining Pleasure.
Αν εσύ μπορούσες να φτιάξεις μια δισκογραφική εταιρία, ποια ονόματα θα έβαζες στον στόλο της;
Θα ξεκινούσα με σημερινές μπάντες που είτε δεν έχουν δισκογραφήσει, είτε έχουν βγάλει ένα ή δύο singles… Οι Gray Gallows που είναι από την Πάτρα, ο Doric, οι Data Fragments, οι Kalte Nacht και πολλοί άλλοι.
Αν σου ζητούσα να μου φτιάξεις μία λίστα πέντε κομματιών από την Creep Records που θα μπορούσες να ακούς κάθε μέρα, ποια θα ήταν αυτά;
Δύσκολα να ξεχωρίσω αλλά θα σου πω αυτά που ήταν τα basic κολλήματά μου από την αρχή και δεν βαριέμαι ποτέ να τα ακούω:
1.Κειμήλια – Metro Decay
2. Last Time – Art of Parties
3. I’m living like a fool – Headleaders
4. Computer World – Reporters
5. Fire and Water – Angelo and his Egos
Οπότε αυτά τα κομμάτια θα τα ακούσουμε και τα ξημερώματα της Κυριακής στο πάρτι;
Το μόνο σίγουρο.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News