O νότιος άνεμος και η Τζωρτζίνα

Ο διευθυντής σύνταξης της «Π» Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει για την υπόθεση του θανάτου της Τζωρτζίνας και τη δημοσιογραφία

Η δημοσιογραφία δεν θα μείνει όπως ήταν μετά την υπόθεση Πισπιρίγκου η οποία κατέδειξε πως όταν το δημόσιο ενδιαφέρον για μια ιστορία φτάνει στον υπερθετικό, οι δεοντολογικοί κανόνες και οι νόμοι παραμερίζονται.

Πάνε τρία χρόνια από τότε που νομικοί μας σύμβουλοι μας προετοίμαζαν αυστηρά- ενώ εμείς σταυροκοπιόμαστε με τις υπερβολές και τα αρούκατα-  για τη νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων, η οποία τηρείται με μεγάλη συνέπεια και περίσκεψη όταν παρελαύνουν παιδιά με το σχολείο τους και στο καρναβάλι των Μικρών και όταν κάνουν αγιασμό, αλλά την πήρε ο αέρας όταν άρχισαν προσαγωγές επώνυμων προσώπων στα δικαστήρια για σεξουαλικά αδικήματα και βέβαια όταν καλλιεργήθηκαν υπόνοιες ότι μια μάνα δεν ήταν αθώα του θανάτου των παιδιών της. Όταν ο αέρας φυσάει, τίποτα όρθιο δεν θα μείνει. Πόσο μάλλον τώρα που ο νοτιάς φέρνει σκόνη και λάσπη, άσπρη, κόκκινη, κίτρινη, μαζί και γύρη.

Ετσι, αφού γράφτηκε ό,τι πιθανό και απίθανο μπορούσε να φανταστεί κανείς, αφού έγιναν και δημόσιες ψυχολογικές αναλύσεις επί της προσωπικότητας της μητέρας, η κάμερα μας έδειξε κατά πρόσωπο συγγενείς της γυναίκας αυτής ενώ προσπαθούσαν να αμπαρωθούν στο σπίτι τους, με τον τηλεθεατή να παίρνει μια εικόνα της σφιγμένης φυσιογνωμίας ανθρώπων που το σπίτι τους πολιορκείται από επίδοξους, θεωρητικούς ευτυχώς, λιντσαριστές. Ενας συνάδελφος διατείνεται: Αυτή είναι η δημοσιογραφία, τι να κάνουμε; Πράγματι. Δεν λέμε κάτι διαφορετικό.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι νόμοι ισχύουν μέχρι του σημείου όπου μπορούν να ισχύσουν. Αν η νομοθεσία είναι ένα εξελισσόμενο πολιτισμικό επίτευγμα, το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ο πολιτισμός είτε καλείται να προστατεύσει τον άνθρωπο από την ατομική και την κοινωνική του φύση είτε υποτάσσεται σ’ αυτήν.

Όπως και να έχει, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το Μεγάλο Γεγονός. Σε επισκέπτεται, σε προκαλεί,  αναμετριέται με το συναίσθημα, τη διάνοιά σου, τις αρχές και την αισθητική σου, όπως βέβαια και με τη μόρφωσή σου. Όπως η κοινωνική αγορά ξετυλίγεται έξω από τα σφαλισμένα παραθύρια της οικογένειας ή μπροστά από τις τηλεοράσεις, καθρεπτίζεται ενός εκάστου η γκλάβα, η ποιότητα και η αποσκευή. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν θα είναι η τελευταία: Αυτή είναι η συστατική ουσία του κοινωνικού φαινομένου.

Ουσιαστικά ζούμε τις συνέπειες ενός φυσικού κανόνα. Όταν σωρεύεται ενέργεια, αυτή θα εκδηλωθεί με ένταση ανάλογη της σώρευσης. Τα πρωτοσέλιδα και το λεφούσι του πεζοδρομίου έχουν  τόση φόρτιση όση αφενός αιτιολογείται από τη φύση του συμβάντος και όση αφετέρου μαζεύεται εξ αιτίας της καθυστέρησης στην αποκάλυψη της ποινικής αλήθειας.

Ο κόσμος «άρπαξε» στην ιδέα ότι μια πιθανή μητροκτόνος κατάφερε να ξεφύγει από το βλέμμα και τη μύτη των αρχών, αλλά όχι και από τον Τύπο, που αποδείχθηκε πολύτιμος στην προκείμενη περίπτωση ακριβώς χάρη στη ροπή του να μη σέβεται δεοντολογίες, τεκμήρια αθωότητας και προσωπικά δεδομένα.

Ο συνάδελφος το υπογραμμίζει αυτό με επίταση, αν και θα έπρεπε να ανατριχιάζει: Όταν ο κίτρινος εαυτός μας δικαιώνεται, τη συνέχεια μπορούμε να τη φανταστούμε στο πρώτο επόμενο «ανορθόδοξο» ή πιασάρικο γεγονός, όταν τα ΜΜΕ θα εισχωρούν στα άδυτα και στα συρτάρια των πολιτών, για να μυρίσουν αλήθεια που ενδεχομένως διαφεύγει, έστω και αν αυτή δεν διαφεύγει. Αυτό δεν θα συνέβαινε εάν το παραξένεμα των γιατρών για τον θάνατο της Τζωρτζίνας είχε παραξενέψει και τη δικαιοσύνη, όπως και εάν το νοσοκομείο όπου είχε εκδηλωθεί ο θάνατος είχε βασανίσει πιο πολύ το θέμα.

Όταν το σύστημα αδρανεί, το παρασύστημα πιάνει δουλειά και το συμπληρώνει. Το βασικό ζητούμενο, μην ξεχνάμε, είναι να μη ξεφεύγουν οι δολοφόνοι. Εστω και αν αυτό μπορεί να ευλογήσει μια άλλη διαδικασία: Να μην ξεφεύγουν ούτε οι αθώοι, μπας και είναι κανένας δολοφόνος ανάμεσά τους και κρύβεται.

Και η μητέρα; Θα μιλήσει ο Φρόιντ γι’ αυτήν. Αλλά πρώτα πρέπει να μιλήσει η μητέρα. Και όποιος άλλος έχει κάτι να πει και που όλον αυτόν τον καιρό δεν το είπε.