Οικογένεια Μαρτσέλο

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Συνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Mια μεγάλη αμφιθεατρική  κερκίδα λουσμένη στο φως, να ανακλά ερυθρόλευκες φανέλες και κασκόλ. Η κάμερα να παρακολουθεί τον ποδοσφαιριστή όπως κινείται συν γυναικί και τέκνοις στους εσωτερικούς χώρους του γηπέδου, με σπιρτόζο ύφος, χαλαρός και χαρούμενος. Είναι χορτασμένος από τίτλους, χρήμα, αναγνώριση και χειροκρότημα, αλλά δεν λέει όχι σε μερικές δόσεις από δαύτα ακόμα. Δεν έχει καν πατήσει τα 35, η ζωή του όλη ήταν προπόνηση, αγώνας, πάθος, κόσμος, ιαχές, βαριά η σύνταξη όταν το σώμα και η ψυχή σου βράζουν και όταν υπάρχουν άνθρωποι διατεθειμένοι να σε πληρώσουν δύο και τρία και τέσσερα εκατομμύρια για να εργάζεσαι. Το βλέμμα του λέει ότι κάπου του φαίνονται λίγο αστεία όλα αυτά: Εγώ σας δουλεύω ή εσείς με δουλεύετε τώρα; Αλλά θα υποκριθεί ότι δεν ισχύει τίποτα από τα δύο, θα παίξει τον ρόλο του στην παράσταση σωστά, θα μπει στον αγωνιστικό χώρο με τη φανέλα της ομάδας, θα ανάψουν οι προβολείς, θα δέσουν οι φωτισμοί με τις ζητωκραυγές, μια αξεπέραστη φαντασμαγορία.

Μα συγνώμη, ρωτά ο αφελής: Γίνονται όλα αυτά για έναν παίκτη πριν καν αρχίσει να παίζει; Δηλαδή, έτσι και βάλει γκολ, τι έχει να γίνει; Γυρίζουν μερικές πλάτες, του απευθύνονται μερικά βλέμματα συμπάθειας. Ο ευγενέστερος και επιεικέστερος θα σου εξηγήσει εσένα που ήρθες από το χωριό, ότι αυτές οι πάνδημες, ενθουσιώδεις υποδοχές είναι καθιερωμένες διεθνώς όταν η ομάδα κάνει μια ηχηρή μεταγραφή,  την οποία παρουσιάζει στον κόσμο σαν μια εκδοχή μεσσία: Η απόκτηση υποδηλώνει το κύρος και τη δύναμη του συλλόγου, είναι σαν να φέρνει ο Πάρις στο μέσο της πόλης του Ιλίου την Ωραία Ελένη των αντιπάλων, κοιτάτε ποια γυναίκα τούμπαρε και άρπαξε ο γιος του βασιλιά. Είμαστε τόσο μεγάλοι που οι μεγάλοι των μεγάλων δελεάζονται από τη ρώμη και την ιστορία μας. Και βέβαια η ένταξη του τίγρη στη μηχανή μας υπόσχεται θριάμβους, τρόπαια, μεγαλεία και δόξες. Είναι να μην καταληφθεί από ντελίριο ο υπέροχος λαός μας;

Μια δυο μέρες νωρίτερα, ο αφελής δεν είχε πάρει χαμπάρι τη μεγάλη συμφωνία. Ενας πιτσιρικάς στάθηκε δίπλα του και πηγαινοερχόταν μιλώντας στο τηλέφωνο με κάποιον φιλαράκο του, πιθανότατα το ίδιο εκστασιασμένο με εκείνον, και ορμητικά του μετέφερε πληροφορίες και σχόλια του διαδικτύου για κάποιον Μαρτσέλο. Περπατούσε, στριφογύριζε σαν τρενάκι από αυτά που θέτεις σε κυκλοφορία στο σαλόνι, και μιλούσε βγάζοντας  ατμούς, με μάτια γουρλωτά, όπως οι κοπέλες στις μέρες του ’60 που είχαν δει μπροστά τους τον ΜακΚάρτνεϊ. Καθώς μιλούσε ψήλωνε κάμποσα εκατοστά. Οι εξελίξεις είχαν σφηνωθεί στο κρανίο του, καταργώντας κάθε άλλη σκέψη και συναίσθημα και αποκρούοντας κάθε ερέθισμα. Είχε βγάλει σκούρα κατσαρά μαλλιά. Αναμφίβολα ο Μαρτσέλο ήταν πλέον εκείνος. Πηγαίνοντας προς το σπίτι, αν θυμόταν ακόμα τη διεύθυνση,  το πεζοδρόμιο είχε μετατραπεί σε πράσινο χορτάρι, που οδηγούσε σε ένα γκολπόστ το οποίο υπερασπιζόταν ένας έντρομος τερματοφύλακας.

Η κάμερα περιδιαβαίνει την κερκίδα. Ο αφελής έχει την απορία πώς γίνεται τόσες χιλιάδες κόσμος, ανεξάρτητα πόσο λατρεύουν το ποδόσφαιρο ή την ομάδα, να αφήνουν τις δουλειές τους και να ξοδεύουν χρόνο και ενέργεια για να δουν έναν παίκτη να πατάει το χορτάρι με τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά. Μια πλάτη γυρίζει: «Κι εγώ, αν ήμουν στην Αθήνα, εκεί θα πήγαινα». Αραγε είναι  η λατρεία, η ανάγκη να αλλοπαρθείς, ή μήπως η αίσθηση καθήκοντος που σου προκαλεί το Μεγάλο Γεγονός; Σαν τα τελικά της Γιουροβίζιον, όπου και να πας θα σου επιτεθούν. Όταν επίκειται το Μεγάλο Γεγονός, οι δρόμοι γίνονται κατηφορικοί, σε κατευθύνουν εκεί όπου συγκεντρώνεται το πλήθος, σε καταπίνει η χοάνη. Αν πεις να κλείσεις την τηλεόραση είναι σαν να μεταδημοτεύεις, να αυτοεξορίζεσαι, να  μετατρέπεσαι σε ερημίτη εντός πόλεως. Δεν είναι να σου συμβεί τέτοιο κακό. Φοράς κι εσύ κασκόλ και μπαίνεις στο γήπεδο: Το να βλέπεις τον Μαρτσέλο σε κάνει Μαρτσέλο. Σε μαρτσελοποιεί, σε μαρτσελιώνει, σε μαρτσελιάζει. Μαρτσελεύεσαι, δηλαδή. Τηλεφωνείς μετά στον φίλο σου και τον μαρτσελίζεις κι αυτόν.