Παναγιώτα Σμυρλή: «Ονειρεύομαι έναν καλύτερο  κόσμο, μια πιο ώριμη κοινωνία»

Πρόσφυγας τρίτης γενιάς, ανέσυρε εξιστορήσεις και μνήμες για την αγαπημένη της Σμύρνη και με τη δεξιοτεχνική της πένα ύφανε μια ανάγλυφη τοιχογραφία κοντά 45 ετών, που στιγματίστηκαν από τον όλεθρο αλλά και την αρχή μιας νέας ζωής στην Πάτρα, όπου γεννήθηκε και ζει η ίδια. Η Παναγιώτα Σμυρλή, μέσα από την παραμυθένια, γεμάτη με χρώματα, αρώματα, γεύσεις και κυρίως ανθρώπινες περιπέτειες, αφήγησή της, μας χαρίζει ένα απολαυστικό ανάγνωσμα με τίτλο «Ψωμί καθάριο» (εκδ. Υδροπλάνο), για το οποίο μιλάει σήμερα στην «Π».

Ηταν η Σμυρνιά γιαγιά Μαριγώ, που σας σιγοψιθύρισε να γράψετε το νέο σας βιβλίο ή το ερέθισμα προήλθε από αλλού;

Ηταν μια δυνατή παρόρμηση που ελλόχευε καιρούς κι αναδύθηκε με επιμονή από τις μνήμες. Της γιαγιάς Μαριγώς, του παππού Πέτρου, όλου του περίγυρου της γειτονιάς. Η μνήμη έχει την ιερότητα ενός βωμού και τη συνέπεια των προσκυνητών του.

«Ψωμί καθάριο» ο τίτλος, επειδή…

Το ψωμί εκπροσωπεί τους απανταχού αγώνες για επιβίωση. Εχει την καθαρότητα και τον ιδρώτα του μόχθου. Ως πρόσφυγας τρίτης γενιάς και ενόψει όλων όσων συμβαίνουν στις μέρες μας, αυτό το «σύμβολο» δεν θα μπορούσε να με αφήσει ανεπηρέαστη.

Μέσα από το βιβλίο σας παρελαύνουν πολλά πρόσωπα και οι ιστορίες τους. Τις αντλήσατε από κάποιο προγονικό «σεντούκι»; Κι αν ναι, τις πασπαλίσατε με στοιχεία μυθοπλασίας; Αχμέτ, Αναστασία και ο αλώβητος στον χρόνο έρωτάς τους, π.χ. υπήρξαν;

Κάποια γεγονότα ξεπροβάλλουν με τη μορφή της εξιστόρησης γύρω από την ξυλόσομπα του σπιτιού μας ή τυλιγμένες απ’ τις φλόγες του τζακιού στο «ντάμι» του παππού. Αλλες πάλι κυλούν μέσα μου αφρισμένες, ατίθασες, αδύνατον να τους κρυφτείς ή να τις αποτρέψεις. Αμανέδες παλιοί όσο κι ο άνεμος, καημοί σαν τον πρώτο ανθρώπινο στεναγμό, δάκρυα όμοια με τον αλαλαγμό της βροχής και η ηχώ από  χιλιάδες λέξεις που σκιαγραφούν χαρακτήρες και ανοίγουν περάσματα. Σ’ ένα κόσμο πότε αληθινό, πότε μυθικό, υπαρκτό οπωσδήποτε πάντως. Αλλοτε πάλι, ένα δαχτυλίδι από το Κασμίρ με είκοσι εννιά κόμπους ασημιού που ήρθε στην κατοχή μου από εύνοια της τύχης και από μια «συνάντηση» απ’ αυτές που μας περιμένουν, ανερμήνευτες κι αναίτιες, αποκαλύπτει κι αποκαλύπτεται στα χαρωπά φαντάσματα του Αχμέτ και της Αναστασίας που βίωσαν τα ανείπωτα του έρωτα στο χωριό της γιαγιάς, το Σαζάκι. Δικό τους το δαχτυλίδι, δική τους η χαρακιά, σ’ εμένα ανήκει η κληρονομιά της αφήγησης…

Μας ταξιδεύετε από τη Σμύρνη του 1922 έως την Πάτρα του 1965, ενώ από το 1958 και μετά, μπαίνει και το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Πώς βιώσατε, συγγραφικά, αυτή τη διαδρομή;

Ηταν μια δύσκολη διαδρομή που  δεν της έλειψε κανένα συναίσθημα. Ολα ήταν εκεί. Οσα είδα, ότι άκουσα, όσα έζησα, κάθε μου επιθυμία ή επιδίωξη. Επιπλέον εκείνη η καταβύθιση έφερε στο φως καταστάσεις και πράγματα  που με ξάφνιασαν ευχάριστα ή όχι.

Το ταξίδι αυτό, πάντως, το κάνατε με άλματα, μπρος-πίσω στον χρόνο. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο αφήγησης;

Μου αρέσει να γυρίζω πίσω εστιάζοντας στον μυχό του κόλπου όπου αρδεύονται οι ιστορίες. Είναι σαν να επιστρέφεις από μακρινή αποδημία και να επανέρχεσαι στο σήμερα με άλλη συνειδητότητα.

Κεντρικές ηρωίδες οι Αναστασία, Σοφίκα, Αγαλλή, Μαριγώ, κόνα Δέσποινα, Γεωργία (η μητέρα σας), Χαρίκλεια… Ποια τα υλικά που διαφοροποιούν τις γυναίκες από τους άντρες (χωρίς να τους αδικούμε), οι οποίες ακόμα και σήμερα τυγχάνουν κακομεταχείρισης, βιασμών έως και φόνων;

Η γυναικεία φύση είναι εύπλαστη σαν πλαστελίνη κι ωστόσο ατσάλινη, ακριβώς γιατί γεννάει τη ζωή. Η διαίσθησή της είναι η μητρική γνώση με την οποία προστατεύει τα παιδιά της. Η θηλυκή της ενέργεια την κινητοποιεί να διαφυλάξει το σπιτικό της κι όσα περικλείονται σ’ αυτό. Απ’ την άλλη ο άνδρας, με το προνόμιο της υπεροχής να κυλάει στα κύτταρά του από αιώνων, με διαφορετικό τρόπο σκέψης και ίσως άλλες προτεραιότητες, βρέθηκε μπροστά στο φαινόμενο της ισοτιμίας των δύο φύλλων, στην αρχή έκπληκτος, στη συνέχεια συγκαταβατικός, κυρίως από τότε που η γυναίκα μορφώθηκε και  βγήκε στη βιοπάλη, μέχρι που αυτό έγινε απόλυτα παραδεκτό, τουλάχιστον στις προηγμένες κοινωνίες. Ωστόσο μια μεγάλη μερίδα έχασε πολλά από τα προνόμια που αρμόζουν σε κάθε άνθρωπο, δουλειά, αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση κι ότι όλα αυτά συνεπάγονται, με αποτέλεσμα να χαθούν οι ισορροπίες.

Πέρα από την παθογένεια που δεν μπορεί κανείς να ελέγξει, τα βαθύτερα αίτια όλης αυτής της φρίκης που βιώνουμε στις μέρες μας, έχουν ψυχολογικές αιτιάσεις, οι οποίες όμως δεν είναι ασύνδετες με το πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο.

Πάτρα: Ζαρουχλέικα, Ανθείας 201 (της έχετε αφιερώσει το πρώτο σας μυθιστόρημα). Πώς ήταν τότε να μεγαλώνει ένα παιδί στον προσφυγικό συνοικισμό; Ποια τα όμορφα και τα άσχημα;

Τα παιδικά μου χρόνια είχαν το χρώμα της χαράς, την αύρα της ξεγνοιασιάς, τη μυρωδιά της αλάνας. Το άγγιγμα της αγάπης διαχέεται ακόμα μέσα μου. Στη γεύση μου τα κοπανισμένα στραγάλια στο γουδί με τη ζάχαρη, η νοστιμιά της φρέσκιας τηγανίτας. Και η ροή χιλιάδων φράσεων που πέταγαν σαν πουλιά ή κίτρινα φθινοπωρινά  φύλλα από φαφούτικα, καλοσυνάτα στόματα, καρτερικά και γαλήνια παρά τις αναποδιές, όπως συμβαίνει πάντοτε μετά από μεγάλη μπόρα.

Υπήρχε μια αλληλεγγύη στη γειτονιά κατά μήκος της οδού Ανθείας, μια συντροφικότητα στα μεγάλα του βίου γεγονότα από ξόδια έως γεννήσεις ή γαμήλιες τελετές. Αλλά στις κλειστές κοινωνίες τα κουρτινάκια στα παράθυρα τραβιούνται με ευκολία και η θέαση της ζωής κοινοποιείται με τρόπους που δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για ιδιωτικότητα, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει απρεπή σχόλια ή ενοχικές καταστάσεις με απρόβλεπτες συνέπειες.

Ως «δυναμωτικό» στην απόγνωση συνταγογραφείτε, κάπου, την πίστη. Ποιο το δικό σας «δυναμωτικό»; 

Δεν σταματώ να ονειρεύομαι. Eναν καλύτερο κόσμο, μια πιο ώριμη κοινωνία, όπου όλοι, κυρίως τα παιδιά, ανεξάρτητα από τον πολιτιστικό τους περίγυρο, την χώρα, το χρώμα, τη θρησκεία κι όποια ιδιαιτερότητα, θα έχουν δικαιώματα όχι μονάχα στα χαρτιά, ενώ η βία θα εκλείψει. Οπου οι κρατούντες τα ηνία του πλανήτη θα δουν  επιτέλους πως η καταστροφή της φύσης συνδέεται άμεσα με την ποιότητα της καθημερινότητάς μας κι ότι οι αλλότριοι πόλεμοι που επιβάλλουν παγκοσμίως τα συμφέροντα, γεμίζουν τις σελίδες της Ιστορίας κτερίσματα αλγεινά. Ονειρεύομαι επίσης πως η Τέχνη, που συνεπικουρεί ανέκαθεν κάθε έκφανση του βίου να ενώσει τους λαούς. Διότι συμβαίνει με τις ελπίδες ό,τι και με τις νύχτες. Τρέφονται και οι δυο από όνειρα.

Κλείνοντας, η αναπόφευκτη ερώτηση. Τι περιμένετε από τις επερχόμενες εκλογές; Τι θα θέλατε να δείτε να αλλάζει στη χώρα μας;

Ο φανατισμός στα χρώματα και τα σημαιάκια δεν εκφράζει σπουδαία πράγματα στη σημερινή πραγματικότητα. Οι γυναίκες, κυρίως αυτές που δεινοπάθησαν να πάρουν το δικαίωμα της ψήφου, οφείλουν να ασκήσουν το καθήκον τους κι όχι να απαξιώνεται η ψηφοφορία, ύψιστη έκφραση της δημοκρατίας. Προσωπικά θα επιθυμούσα μια πολιτική σκηνή που δεν θα εμπεριέχει αλαζονεία ή σκάνδαλα, θα προσφέρει στον πολίτη το αγαθό της εργασίας κι όχι συσσίτια ή επιδόματα. Ολοι ζούμε και προσφέρουμε στη χώρα μας. Ας μας επιστρέψει τα αυτονόητα.