Πες μας για τη γυναίκα

Δεν έχουν ασφαλή πεποίθηση. Αλλά φέρονται σαν να έχουν. Ακριβέστερα: Νιώθουν την ανάγκη να έχουν. Για ποιο πράγμα συζητούν; Γι’ αυτό που συζητούσατε κι εσείς χθες, προχθές και παραπροχθές και θα το συζητάτε για μερικές μέρες ακόμα μέχρι να τα εκτοπίσει η επικαιρότητα όπως γινόταν όταν παρακολουθούσαμε τα τοπ 10 των δίσκων. Και τώρα γίνεται, αλλά δεν το παρακολουθούμε πια. Δεν αγοράζουμε δίσκους. Δεν αγοράζουμε καν επικαιρότητα. Μας αγοράζει μόνη της. Ερχεται και μας βρίσκει. Και τότε όλοι στο τραπέζι ή στα σόσιαλ, συζητάμε μονοθεματικά: Τι έχει γίνει λοιπόν με τα τρία παιδιά που πέθαναν;

Πραγματικά, δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε. Η ιστορία έχει ιατροδικαστικό βάθος το οποίο ξεπερνά τις γνώσεις μας. Ξεπερνά και την ίδια την ιατροδικαστική: Θα χρειαστεί μέρες για να πάρει απαντήσεις σε ορισμένες κατατοπιστικές παραμέτρους. Πολλοί προεξοφλούν ότι οι παράμετροι αυτές θα αποδειχθούν αστυνομικού ενδιαφέροντος. Αλλοι πάλι, ρητορεύουν περί του αντιθέτου. Τα επιχειρήματά τους εκατέρωθεν ακούγονται ντετεκτιβιστικά, αλλά είναι κυρίως ενστικτώδη.

Κατά έναν υπόγειο, αυθόρμητο τρόπο, η θέση μας έρχεται στην ευθεία γραμμή γενικότερων αντιλήψεων και προκαταλήψεών μας, οι οποίες άλλους τους κάνουν φιλύποπτους και άλλους να υποχωρούν μπροστά στην αίσθηση του αδιανόητου. Αλλά υπάρχει ένας κοινός τόπος, παρά τις διαφωνίες, την εναντίωση των προσεγγίσεων: Η ακαταμάχητη τάση μας να γυμνάζουμε το μυαλό μας πάνω στα φλέγοντα, στα ανορθόδοξα, στα ερεθιστικά. Σαν μέλη μιας κοινότητας, μιας αρχαίας εκκλησίας του δήμου, μιας μεγάλης γειτονιάς, μιας αυλής, μιας φυλής οργανωμένης και συσπειρωμένης πάνω σε αποδεκτές αξίες, προτεραιότητες, συνήθειες και κώδικες, θα στρέψουμε τις κεραίες μας απέναντι σε κάθε συμβάν ή φαινόμενο που διαταράσσει τη ρουτίνα, τη ροή, την κανονικότητα, την ασφάλεια. Αφαιρούμε τότε τα συμβατικά μας ρούχα και φοράμε τον χιτώνα του αρχαίου χορού, στριφογυρίζοντας γύρω από τους ήρωες, νομίζοντας πως μας βλέπουν και μας ακούν, αλλά αυτό είναι εντελώς σχηματικό. Δεν μας βλέπουν, δεν μας ακούν, αλλά έχουν μια γεύση του λεγόμενου δημόσιου αισθήματος. Τώρα με τα σόσιαλ, πολύ περισσότερο.

Τι συνέβη λοιπόν, με τα τρία παιδιά; Εγώ πιστεύω αυτό. Όχι, εγώ δεν πιστεύω αυτό, πιστεύω το άλλο. Όχι, αποκλείεται να συνέβη αυτό. Λοιπόν, ξέρετε εμένα τι δε μου βγάζεις από το μυαλό;

Θυμηθήκαμε μια παρωδία του Μαρκ Τουέιν, για μια δίκη που θα γινόταν στο Ουέστ, πάνω σε μια πολύκροτη υπόθεση. Η πολίχνη ετοιμαζόταν για πολυήμερες συνεδριάσεις, πανδοχεία και σαλούν είχαν κάνει προμήθειες για να καλύψουν τους επισκέπτες, αλλά την πρώτη μέρα της δίκης εμφανίστηκε ο πραγματικός ένοχος και μοιραία ο κατηγορούμενος αφέθηκε ελεύθερος. Όπως έβγαινε περιχαρής από την αίθουσα, το πλήθος του επιτέθηκε και τον λιντσάρισε, επειδή με την αθωότητά του τους στέρησε το θρίλερ και προκάλεσε οικονομική καταστροφή για τρόφιμα και ποτά που τώρα θα σάπιζαν αζήτητα.

Είναι τελικά η δίψα για αλήθεια που εξιτάρει τη σκέψη μας; Είναι η ανάγκη για δικαιοσύνη; Ή μήπως είναι μια μορφή ηδονής η αναμέτρηση με τα μυστήρια, η φαντασιακή είσοδός μας στη σκηνή των γεγονότων, η δοκιμασία των αξιών μας στα όρια της προσωπικής μας συνείδησης, με καταλύτη τον Άλλον:

Για πες, τι πιστεύεις.

Α, αυτό πιστεύεις. Λες;

Να σου πω τι πιστεύω εγώ;

Παραμερίζουμε τον Αγαμέμνονα και τον Αίγισθο, τη Μήδεια και τον Ιάσονα, και ζούμε πλέον την τραγωδία με τα δικά μας σαρκία, γράφοντας οι ίδιοι εκδοχές των γεγονότων και των εξελίξεων και παίζοντας τους ρόλους τους με τις κόρες μας διεσταλμένες καθώς αναλογιζόμαστε τα μεγέθη των παθών και τις αλληλεπιδράσεις της διασάλευσης.

Ντριν, εσωτερικό τηλέφωνο. Συνεργάτης κεντρικού καναλιού ζητάει πληροφορίες για το θέμα μας με τη μητέρα που ο άντρας της πήγε να την πνίξει. Αμ, για ποιο θέμα θα μας καλούσε; Για τα 200 χρόνια από τη Ναυμαχία των Πατρών; Τότε που ο Μιαούλης και ο Πιπίνος…Ασε τα αυτά. Πες μας για τη γυναίκα.