Ποιος σκότωσε τους Εξη

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Γιατί χάθηκε η Μικρασία, το ’22; Η ερώτηση είναι κατά κάποιον τρόπο λάθος: Η Μικρά Ασία ποτέ δεν ανήκε στην Ελλάδα και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ανήκε και αν ακόμα η εκστρατεία του ’19 στεφόταν υπό επιτυχία. Αλλωστε είναι αμφίβολο εάν ορίστηκε ποια έκβαση θα θεωρείτο επιτυχής.

Όπως επίσης είναι αμφίβολο εάν θα μπορούσε να διασωθεί το ελληνικό και ορθόδοξο στοιχείο στις μικρασιατικές πόλεις έτσι κι αλλιώς, δεδομένου ότι οι Τούρκοι είχαν αρχίσει τις εθνοκαθάρσεις στον Πόντο και την Αρμενία. Γιατί να μη τις εφάρμοζαν στα δυτικά παράλια;

Το ερώτημα είναι γιατί κατέρρευσε η εκστρατεία συμπαρασύροντας το χριστιανικό στοιχείο της Μικρασίας που αφέθηκε απροστάτευτο στη μήνη των φανατισμένων αντιπάλων για να επακολουθήσουν σφαγές, θανατώσεις, βιασμοί, ξεριζωμός, απώλεια περιουσιών χωρίς την παραμικρή αποζημίωση.

Οι ιστορικοί και οι αναλυτές δεν έχουν συμφωνήσει. Άλλος διατείνεται ότι η εκστρατεία εκφυλίστηκε για τον λόγο ότι έγινε: Δεν έπρεπε να την είχε επιβάλει ο Βενιζέλος καθόλου, αλλά να αρκεστεί στα κέρδη επί της ανατολικής Θράκης. Αλλοι εκτιμούν ότι έγιναν εγκληματικές αστοχίες. Αλλοι υποστηρίζουν ότι δεν πήραμε εγκαίρως είδηση ότι μεταβλήθηκε η στάση των ξένων δυνάμεων σε αρνητική κατεύθυνση.

Αλλοι ότι εμείς προκαλέσαμε αυτή τη μεταβολή, επαναφέροντας τον βασιλέα Κωνσταντίνο που ήταν κόκκινο πανί. Άλλοι ότι η επαναφορά ήταν πρόσχημα και ότι η ελληνική προέλαση συναντούσε εχθρότητα ή έστω επιφυλακτικότητα στην εσπερία. Αλλοι ότι η ηγεσία των βασιλοφρόνων διέλυσε το στράτευμα παραδίδοντας την ηγεσία σε ανίκανους και άψητους επιτελείς, κάτι που σε κάποιο βαθμό εξηγεί και την οργή των στρατιωτικών του εκστρατευτικού σώματος που επαναστάτησαν στο φόντο της καιόμενης Σμύρνης. Και άλλοι πιστεύουν ότι ίσχυσαν όλα τα ανωτέρω.

Αλλά πώς φτάσαμε στη Δίκη και την Εκτέλεση των Εξι, από την οποία συμπληρώνονται εκατό χρόνια αυτές τις μέρες; Οι ιστορικοί μιλούν για παραπομπή και προαποφασισμένη εξόντωση υπό το κράτος της αγανάκτησης για την εξευτελιστική νίλα και την εκκωφαντική καταστροφή η οποία σοβούσε σε όλες τις κλίμακες του στρατεύματος, αλλά και προς αποφόρτιση του δημοσίου αισθήματος, ενός λαού και της προσφυγικής μάζας που έπνεαν μένεα κατά της πολιτικής ηγεσίας της εποχής και απαιτούσαν κάθαρση και ανθρωποθυσίες, άρα η εκτέλεση ήταν μονόδρομος είτε για λόγους απόδοσης δικαίου είτε προς κατευνασμό. Μιλώντας για λαό, βέβαια, εννοούμε τις τάξεις της βενιζελικής παράταξης: Η αγανάκτηση των ημερών εκείνων είχε φουντώσει πάνω στην ενεργή θράκα του Εθνικού Διχασμού.

Όταν το πεζοδρόμιο αγριεύει, η δυναμική του γίνεται ωμή και αμείλικτη. Οι «πρωταίτιοι της καταστροφής» δεν γνώρισαν κανέναν οίκτο. Ο λαός ήθελε λογοδοσία, τιμωρία, εκδίκηση, αίμα. Ηταν ένα φαινόμενο πολιτικής δίωξης που μετασχηματίστηκε σε ποινική: Ο πολιτικός που αποδεικνύεται βαριά ανακόλουθος των προσδοκιών του πλήθους και της φύσης των περιστάσεων αντιμετωπίζεται στη λαϊκή συνείδηση ως προδότης. Ή ακόμα επειδή απλά του ξέμεινε ο μουτζούρης. Οι Εξι φορτώθηκαν ευθύνες που είχαν αλλά και ευθύνες που δεν είχαν, με την έννοια ότι εφόσον ανήκαν στην κάστα που χρεώθηκε την καταστροφή, έπρεπε να πληρώσουν το κρίμα της, ακόμα και με τη ζωή τους. Μάλλον, κυρίως με αυτήν.

Περνώντας τα χρόνια, ο μηχανισμός της μαζικής λαϊκής συνείδησης δεν άλλαξε. Αγριεύει το μάτι του κόσμου υπό συνθήκες μεγάλης πίεσης, ανατροπών, κρίσης. Δεν ήθελε και πολύ να έχουμε θύματα από τα πολιτικά στελέχη της περιόδου 2010 υπό το κράτος της περίφημης Αγανάκτησης. Αν αυτό είχε συμβεί, ένα μεγάλο τμήμα της λαϊκής βάσης θα έκρινε μια τέτοια μακάβρια και κτηνώδη εξέλιξη εύλογη, αν όχι και ικανοποιητική. Μην ξεχνάμε ότι χάθηκαν απλοί άνθρωποι στην πυρκαγιά της Μαρφιν και ένα κομμάτι της μάζας επέχαιρε. Ακόμα και τώρα, με την κατάσταση όχι βατή αλλά πιο ελεγχόμενη, είναι πολύς ο κόσμος που χρεώνει την ακρίβεια και τη θολότητα των περιστάσεων «στους πολιτικούς». Η αποκάλυψη της περίπτωσης του βουλευτή που θησαύρισε από Κόκκινα Δάνεια, προκάλεσε άγρια μόχλευση του πάθους, υπό την παραβολική πεποίθηση ότι αυτά είναι σαν τις κατσαρίδες, αν δεις μία, θα υπάρχουν άλλες εκατό.

Όταν η μάζα θυμώσει, δεν λυπάται, δεν τύπτεται, δεν μορώνει, δεν χορταίνει. Εκατό χρόνια μετά το θλιβερό 1922 δεν έχει αλλάξει τίποτα στην ατομική και κοινωνική ψυχολογία. Οι νόμοι, ο ανθρωπισμός, η ηθική, οι κανόνες, είναι σχετικές παράμετροι. Ο λαός μπορεί να καταλύσει και να προσπεράσει τα πάντα όταν το ποτάμι φουσκώνει. Ακόμα και σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι καλώς εκτελέστηκαν όσοι εκτελέστηκαν το 1922, χωρίς να στέκονται στο ερώτημα της ταύτισης μεταξύ προσωπικής ευθύνης και καταστροφής. Επρεπε κάποιοι να πληρώσουν, και αυτό είναι όλο. Αυτή είναι η πανάρχαια ιδέα της δικαιοσύνης, από τότε που όταν ο Μεγακλής ασεβούσε απέναντι στα ιερά και τα θέσμια, εξοντώνοντας τον Κύλωνα που ζητούσε άσυλο στον ναό, το άγος υψώθηκε ως κατάρα σε βάρος του συνόλου του λαού.

Ενας έφταιξε, θα πληρώσουν οι πάντες. Οι θεοί δεν κάνουν ανακρίσεις ούτε ακριβή βουλεύματα, αλλά ζοχαδιάζονται κατά δικαίων και αδίκων. Ετσι και ο λαός, που είναι εικόνα και ομοίωση του ευέξαπτου και αψίκορου δωδεκαθέου.