Πολλαπλή Σκλήρυνση: Τα 4 συμπτώματα που προηγούνται της διάγνωσης

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Multiple Sclerosis Journal, ανέλυσε δεδομένα περισσότερων από 200 ασθενών ένα χρόνο μετά τη διάγνωσή τους με ΠΣ.

Σκλήρυνση

Μια πρόσφατη μελέτη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Michigan βρήκε ότι οι άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ) βιώνουν αναρίθμητα σημαντικά συμπτώματα τα οποία συχνά εκδηλώνονται μαζί.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Multiple Sclerosis Journal, ανέλυσε δεδομένα περισσότερων από 200 ασθενών ένα χρόνο μετά τη διάγνωσή τους με ΠΣ. Η ανίατη αυτή ασθένεια επιτίθεται στο προστατευτικό στρώμα των νεύρων του ανθρώπου και μπορεί να οδηγήσει σε ανικανότητα.

Οι ερευνητές, λοιπόν, διαπίστωσαν ότι ένας σημαντικός αριθμός ασθενών βίωναν πόνο, κόπωση, κατάθλιψη και άγχος -πολλοί εκ των οποίων ανέφεραν περισσότερα από ένα συμπτώματα ταυτόχρονα.

«Οι μήνες που ακολουθούν της διάγνωσης της πολλαπλής σκλήρυνσης είναι συχνά μια περίοδος γεμάτη στρες, αβεβαιότητα και αλλαγές. Τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της έγκαιρης και τακτικής αξιολόγησης των συμπτωμάτων των ασθενών, ώστε να εντοπιστούν εκείνοι που μπορεί να ωφεληθούν από τη θεραπεία και να λάβουν την κατάλληλη φροντίδα», αναφέρει ο Thomas Valentine, επικεφαλής συγγραφέας της εργασίας και ερευνητικός συνεργάτης για την πολλαπλή σκλήρυνση στο Πανεπιστήμιο του Michigan.

Η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε ερωτηματολόγια από ασθενείς με ΠΣ σε έξι χρονικά σημεία κατά τον πρώτο χρόνο της διάγνωσης. Από τους 230 συμμετέχοντες, οι μισοί ανέφεραν συμπτώματα πόνου, το 62,6% ένιωθε κόπωση, το 47,4% βίωνε συμπτώματα κατάθλιψης και το 38,7% είχε άγχος.

Μόλις λίγο πάνω από το 1/5 των συμμετεχόντων δεν παρουσίαζε συμπτώματα, όμως σχεδόν το 60% από τους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς βίωναν δύο ή και περισσότερα από τα συμπτώματα που εκδηλώνονται κατά τον πρώτο χρόνο της ασθένειας.

«Ένα σύμπτωμα μπορεί να προκαλέσει ή να επιδεινώσει άλλα. Η κόπωση, συγκεκριμένα, τείνει να εκδηλώνεται μαζί με πόνο, κατάθλιψη και άγχος. Τα αποτελέσματα αυτά τονίζουν την ανάγκη για ενδελεχή έλεγχο. Αν, για παράδειγμα,, ένας ασθενής αναφέρει σημαντική κόπωση, ο γιατρός του θα πρέπει να τον ρωτήσει αν νιώθει πόνο ή άλλα συμπτώματα», επισημαίνει ο Δρ. Valentine.

Η πολλαπλή σκλήρυνση αντιμετωπίζεται συνήθως με τροποποιητικές θεραπείες της νόσου, που ποικίλουν. Πρωτεύων στόχος αυτών των θεραπειών είναι αποτρέψουν τα συμπτωματικά επεισόδια, τις γνωστές υποτροπές, αλλά η στοχευμένη διαχείριση των συμπτωμάτων είναι το κλειδί για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.

«Η βελτιστοποίηση των θεραπειών για αυτούς τους ασθενείς απαιτεί προσεγγίσεις που αναλογούν στην πολύπλοκη σχέση ανάμεσα σε αυτά τα συνυπάρχοντα συμπτώματα», αναφέρει η επίσης συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Anna Kratz και προσθέτει: «Τα συνυπάρχοντα συμπτώματα που εκδηλώνονται σε πολλούς ασθενείς κατά τον πρώτο χρόνο μετά τη διάγνωση της ΠΣ μπορεί να φαίνεται δύσκολο να αντιμετωπιστούν, ενδεχομένως, όμως, να προσφέρουν και μια ευκαιρία εντοπισμού θεραπειών που στοχεύουν ταυτόχρονα τα πολλαπλά συμπτώματα. Για παράδειγμα, τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να βοηθούν τόσο στη διάθεση όσο και στα σωματικά συμπτώματα. Όταν, λοιπόν, οι γιατροί βλέπουν αυτές τις ομάδες συμπτωμάτων, το μυαλό τους θα πρέπει να στρέφεται σε επιλογές που μπορεί να προσφέρει η διεσπιστημονική φροντίδα αποκατάστασης».

Οι ερευνητές σημείωσαν, επίσης, ότι η πορεία των συμπτωμάτων αυξομειώθηκε μετά την πάροδο της μονοετούς παρατηρητικής μελέτης. Κάποιοι ασθενείς που δεν ένιωθαν πόνο ή κόπωση τον πρώτο μήνα μετά τη διάγνωσή τους ανέφεραν πόνο μήνες αργότερα, ενώ άλλοι που είχαν κατάθλιψη ή άγχος δεν ανέφεραν τα ίδια συμπτώματα ένα χρόνο μετά.

Οι αλλαγές αυτές, ωστόσο, ήταν πολύ μικρές με την πάροδο του χρόνου. Τα αποτελέσματα μπορούν να προσφέρουν κάποια ελπίδα στους ασθενείς με ήπια συμπτώματα άμεσα μετά τη διάγνωσή τους, καθώς υποδεικνύουν ότι δεν χρειάζεται κάποιος να περιμένει δραματική αύξηση των συμπτωμάτων του τον πρώτο χρόνο από τη διάγνωσή του.

Η επιστημονική ομάδα κατέληξε ότι οι μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές στη σοβαρότητα των συμπτωμάτων με την πάροδο του χρόνου σχετίζονται με τη δραστηριότητα της νόσου, την ανικανότητα και τη θεραπεία.

«Ο εντοπισμός των παραγόντων που προβλέπουν τα συγγενή συμπτώματα, τη σταθερότητα και την αλλαγή τους θα βοηθήσουν τους φροντιστές να αντιστοιχίσουν σωστά τα προγράμματα πρόληψης και θεραπείας στους ασθενείς. Έχουμε στη διάθεσή μας πολλές αποτελεσματικές θεραπείας, αλλά χρειάζονται περισσότερες έρευνες προκειμένου να βελτιστοποιήσουμε αυτά τα εργαλεία για τους πάσχοντες από ΠΣ και ειδικά για εκείνους με πρώιμη διάγνωση, περίοδος που μπορεί να είναι ιδανική για την έναρξη των στρατηγικών πρόληψης συμπτωμάτων», καταλήγει ο Δρ. Valentine.