Πόσο ευτελισμό θα ανεχτούμε;

Η αρχισυντάκτρια της «Π» Μαρίνα Ριζογιάννη γράφει για τη γνωστή τηλεοπτική εκπομπή όπου γυναίκες «κονταροχτυπιούνται» για την καρδιά ενός άνδρα.

Τελικά γελάστηκα, όπως και πολλοί από εσάς φαντάζομαι. Πίστευα ότι η ανοησία έχει εξαντληθεί από τα σενάρια και τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στο πεδίο της πανδημίας. Να όμως που υπάρχουν και χειρότερα. Χειρότερα τα οποία δοκιμάζουν την πνευματική μας στάθμη, την αισθητική μας, το νοητικό μας επίπεδο.

Δεν γνωρίζω αν είχατε την ατυχία στο πλαίσιο της τηλεοπτικής σας περιήγησης να συνδεθείτε με το τηλεπαιχνίδι που νεαρές κονταροχτυπιούνται για το ποια θα κατακτήσει τον μοναδικό άνδρα του παιχνιδιού. Οσοι δεν την είχατε γλυτώσατε από το να καταστρέψετε ότι υγιές εγκεφαλικό κύτταρο σας έχει απομείνει. Το θέαμα και τα όσα ακούγονται στην κυριολεξία αποτελούν μία σκληρή δοκιμασία για τον τηλεθεατή.

Σίγουρα είναι επιλογή του καθενός να το παρακολουθήσει ή να πατήσει το επόμενο κουμπί. Το ερώτημα είναι όμως δεν υπάρχουν κανόνες και κόκκινες γραμμές στο τηλεοπτικό τοπίο; Ολη αυτή η κοινωνική ευαισθησία που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στο βωμό της υπεράσπισης των προσωπικών δεδομένων, της προστασίας της διαφορετικότητας, της προστασίας της γυναίκας, που βρίσκεται; Η απροκάλυπτη αντικειμενοποίηση της γυναίκας και ευτελισμός του θηλυκού γένους δεν ενοχλεί κανέναν;

Και καλά το Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο αποδεδειγμένα –διότι δεν είναι το μοναδικό θέαμα αυτού του επιπέδου που εκπέμπεται στους τηλεοπτικούς μας δέκτες και δεν παρεμβαίνει- ο πνευματικός κόσμος της χώρας δεν ενοχλείται; Οι λαλίστατες για άλλα θέματα γυναικείες οργανώσεις δεν ενοχλούνται από αυτό το μαστίγωμα της γυναικείας ύπαρξης; Ούτε μία ανακοίνωση διαμαρτυρίας δεν έχει φτάσει στα δημοσιογραφικά μας γραφεία. Αντίθετα όταν στο παρελθόν κάναμε μία ανάλογη επισήμανση μας εστάλη σημείωμα διαμαρτυρίας, από κάποιο γυναικείο σύλλογο, για τα γραφόμενά μας.

Αυτό το θέαμα δε, εξελίσσεται σε μία περίοδο που η γυναίκα είναι στο επίκεντρο πολύ δυσάρεστων και καταδικαστέων γεγονότων. Είτε αυτά αφορούν σε περιστατικά βίας είτε σε αποτρόπαια συμβάντα αφαίρεσης ζωών.

Πώς προστατεύουμε τελικά τη γυναίκα; Με το να επιτρέπουμε τον άνευ ορίων εξευτελισμό της με αντίτιμο κάποιο οικονομικό όφελος ή τη δημοσιότητα; Μήπως τελικά μετά απ’ όλα αυτά είναι άκρως υποκριτικό το ερώτημα που διατυπώνουμε αυθορμήτως, «πού πάει η κοινωνία μας;» όταν είμαστε μέτοχοι σε αυτό με την παθητικότητά μας; Το πιο επικίνδυνο δε είναι ότι έχουμε εξοικειωθεί τόσο πολύ με όλα αυτά τα θεάματα που δεν μας κάνει τίποτα εντύπωση. Οχι μόνον δεν αντιδρούμε αλλά ίσως να τα χρησιμοποιούμε και ως μέσο για τη διασκέδασή μας. Αλήθεια μπορεί να προκαλέσει γέλιο το ερώτημα της νεαρής γυναίκας αν ο Παρθενώνας έχει παράθυρα; Με πόση απάθεια μπορείς να το ακούσεις αυτό;
Δεν βλέπουμε καθημερινά γύρω μας πού μας έχει οδηγήσει όλη αυτή η ελαφρότητα και ο εξοβελισμός από τη ζωή μας της αξιοπρέπειας, του ήθους, της ευγένειας, της αισθητικής, των ορίων;